Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012
Παλιές σκέψεις για την νέα χρονιά...
Τι τα θες... όλα ξεχνιούνται χαμένα στο άπατο
πηγάδι του χρόνου και όλη αυτή η περιδίνηση του μυαλού μας με ειδήσεις,
φήμες και υποθέσεις ξεθωριάζει, ενώ οι πρωταγωνιστές της μας
επιστρέφουν, εν καιρώ, ως σωτήρες, "άφθαρτοι και αλέκιαστοι", μα, όπως αποδεικνύεται, όχι μετανοιωμένοι ή έστω πιο συνετοί, αλλά θρασείς και αναίσχυντοι.
Βλέπεις η ιστορική άγνοια, που χαρακτηρίζει τον λαό μας, εκτρέφει τύραννους και χειροκροτητές και όχι πολιτικούς και πολίτες.
Καλή χρονιά λοιπόν σε όλους, με καρδιά για ν’ αγαπάμε, νου για να μαθαίνουμε και μνήμη για να θυμόμαστε.
Το έργο είναι της Ιωάννας Ασσάνη (ΙΑς)
Βλέπεις η ιστορική άγνοια, που χαρακτηρίζει τον λαό μας, εκτρέφει τύραννους και χειροκροτητές και όχι πολιτικούς και πολίτες.
Καλή χρονιά λοιπόν σε όλους, με καρδιά για ν’ αγαπάμε, νου για να μαθαίνουμε και μνήμη για να θυμόμαστε.
Το έργο είναι της Ιωάννας Ασσάνη (ΙΑς)
Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012
Η Αλήθεια Εντός
Όχι,
Όχι στάχτες.
Χρώματα δώστε στην αγωνία
Να την νομίζω φυσική.
Βλέπετε η νύχτα είναι κακός σύμβουλος
Όπως ο θυμός
Κι ο έρωτας
Αλλά αυτό το ξέρουν όλοι.
Πόσοι όμως το θυμούνται όταν χρειάζεται;
Ο πίνακας είναι του Νίκου Κεσανλή
Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012
"Χωρίς το φυλακτό μου δεν ζω" - Η γυάλινη άνοιξη
Η Άνοιξη
Εύκολα πνίγεται στις νύχτες
Αργοπεθαίνει στα τι; και τα πως;
Διαθλάται σε εκατομμύρια αναπάντητες ερωτήσεις
Αποσυντίθεται στην ευκολία και την ιστορία
Το ευπαθέστερο από τα αντικείμενα που κουβαλούσε, ήταν η γυάλινη της άνοιξη.
Ένα μικρό κουτί από φυσητό γυαλί μ’ έναν ελάχιστο μηχανισμό μέσα του που έπαιζε μουσική.
Τις νύχτες, το άνοιγε μπρος της κι άκουγε… κι άκουγε… ώρες.
Το ‘χε αποθέσει προσεχτικά-σε άσπρα μαλακά χαρτιά μέσα διπλωμένο-στη βαλίτσα της, ξέροντας πως, εκεί που θα πήγαινε και στο δρόμο που θα περπατούσε, ήταν όλο κατρακύλες και γρεμνά. Όμως αντί να πάρει μαζί της τα πιο απαραίτητα σ’ ένα σακούλι ελαφρύ, εκείνη, ήθελε να έχει κι όλα τα άλλα που φοβόταν μην της χρειαστούν.
Βιβλία, χαρτιά και μολύβια, ένα σεντόνι, μια παλιά καμπαρτίνα για το κρύο, νερό, ένα ψαλίδι, βελόνες και κλωστές, παλιές φωτογραφίες των παιδικών τους χρόνων, αφιερώματα, μια εικόνα τ’ Αι-Γιαννιού, τα πιατελάκια για το γλυκό και το μεγάλο μπουκάλι με το λικέρ της προγιαγιάς της.
Όσο τα μάζευε και τα εναπέθετε στη βαλίτσα με τάξη, νόμιζε ότι όλα της τραγουδούσαν, τίποτα δεν μπορούσε ν’ αφήσει έξω.
Λες να έπαιρνε και τη ρόμπα, κι εκείνο το ωραίο κομπινεζόν;
Αμ, το κομπολόι, πού θα πήγαινε χωρίς το κομπολόι;
Ε, τσατσάρες και τα λοιπά, δεν χρειαζόταν. Είχε κοντά μαλλιά, μην την ζαλίζει ο άνεμος.
Θα πήγαινε αρχικά με το ποδήλατο ως τη μεγάλη μεγάλη κατηφόρα και μετά θα το έκοβε με τα πόδια.
Δεύτερο ζευγάρι παπούτσια δεν πήρε, τι να τα κάνει, μήπως θα ξαναγύριζε; Στο κάτω κάτω της γραφής, και που τα φορούσε, μήπως προστάτεψαν ποτέ τα πόδια της;
Α, μπα… δεν θα έπαιρνε. Εξ άλλου τα παπούτσια, της είχαν κάνει τη μεγάλη ζημιά.
Έβλεπε ότι τα φορούσε και δεν πρόσεχε πού πατάει. Νόμιζε ότι άντεχε, νόμιζε ότι άντεχαν. Τα παπούτσια ήταν η μεγαλύτερη αυταπάτη κι ο μεγαλύτερος κίνδυνος.
Οι άνθρωποι εγκλωβίζονταν στα παπούτσια τους, ήταν γι αυτούς η ασφαλής γνώση του κόσμου. Όχι γιατί τους εξασφάλιζαν σταθερή περπατησιά, αλλά γιατί δεν τους επέτρεπαν να ξεφύγουν από την προδιαγεγραμμένη πορεία: γέννηση-αφομοίωση-θάνατος. Ενώ η ξυπολησιά; Υπέροχη…
Μέρες έμενε έτσι, με τα δάχτυλα του δεξιού της ποδιού ν’ ανταποκρίνονται στα χάδια του γάτου και το χαμόγελο της αίσθησης από υγρό χορτάρι στα χείλη.
Όμως τώρα…
Τώρα έπρεπε να φύγει. Ο γάτος δυσπιστούσε και το χορτάρι ξεραινόταν κρυφά.
Έπρεπε να φύγει.
Το ψάθινο καπέλο το είχε κρεμασμένο στο λαιμό από τον καιρό του τίποτα.
Το φόρεσε χαμηλά, να την κρύβει από τον κόσμο και ξεκίνησε με ορθοπεταλιές.
Η κατηφόρα δεν θα ήταν μακριά έτσι όπως έτρεχε.
Ξεκαβαλίκεψε ακριβώς στην αρχή. Θα άφηνε το ποδήλατο στη ρίζα του βράχου, όλο και κάποιος θα το χρειαζόταν μετά απ’ αυτήν.
Πήρε με τα δυο της χέρια τη βαλίτσα, μια υποψία καρό σε εκρού φόντο, κι άρχισε να βαδίζει γοργά.
-Θα συμφιλιωθώ με τις σκέψεις μου.
-Θα συμφιλιωθώ με τις σκέψεις μου.
-Θα συμφιλιωθώ με τις σκέψεις μου.
-Θα συμφιλιωθώ με τις σκέψεις μου.
-Θα συμφιλιωθώ με τις σκέψεις μου.
-Θα συμφιλιωθώ με τις σκέψεις μου.
-Θα συμφιλιωθώ με τις σκέψεις μου.
-Θα συμφιλιωθώ με τις σκέψεις μου.
-Θα συμφιλιωθώ με τις σκέψεις μου.
Πού να συμφιλιωθεί;
-Θα μαζεύω χορτάρι για τη φάτνη μου.
-Θα στήνω ξόβεργες να ‘ρθουν τα πουλιά.
-Θα εξημερώνω νυχτερίδες.
-Θ’ ανάβω τις νύχτες φωτιές.
-Θα χορεύω με τα μυρμήγκια.
-Θα τραγουδώ στις πρωινές δροσιές.
-Θα χαϊδεύω τα μυστικά των βιβλίων.
-Θα κλέβω από τις μέλισσες και θα δαγκώνομαι με τις σφίγγες.
-Θα λέω αινίγματα στα διαβατάρικα σαλιγκάρια.
Μια βουερή ταραχή έσυρε και την πάγωσε ως τα βάθη του ύπνου της.
Άνοιξε τα μάτια.
Το τηλέφωνο... Την είχε ξυπνήσει πάλι το τηλέφωνο.
Έσυρε το βλέμμα στα αντικείμενα. Στη θέση τους.
Τα ίδια γύρω της και το ίδιο εντός της. Κενό, απίστευτο κενό.
Μουδιασμένη κοίταξε την οθόνη του υπολογιστή.
Λέξεις, μόνο λέξεις…
Ούτε ένας λόγος.
Όλα υποταγμένα στην πολυσχιδή διάχυση του τίποτα.
Γύρισε την καρέκλα της και γονάτισε στο πάτωμα.
Ήθελε να προσευχηθεί στη δικαιοσύνη των αστεριών, και είπε:
-Χριστέ μου;
9/4/2009
Τ.
Εύκολα πνίγεται στις νύχτες
Αργοπεθαίνει στα τι; και τα πως;
Διαθλάται σε εκατομμύρια αναπάντητες ερωτήσεις
Αποσυντίθεται στην ευκολία και την ιστορία
Το ευπαθέστερο από τα αντικείμενα που κουβαλούσε, ήταν η γυάλινη της άνοιξη.
Ένα μικρό κουτί από φυσητό γυαλί μ’ έναν ελάχιστο μηχανισμό μέσα του που έπαιζε μουσική.
Τις νύχτες, το άνοιγε μπρος της κι άκουγε… κι άκουγε… ώρες.
Το ‘χε αποθέσει προσεχτικά-σε άσπρα μαλακά χαρτιά μέσα διπλωμένο-στη βαλίτσα της, ξέροντας πως, εκεί που θα πήγαινε και στο δρόμο που θα περπατούσε, ήταν όλο κατρακύλες και γρεμνά. Όμως αντί να πάρει μαζί της τα πιο απαραίτητα σ’ ένα σακούλι ελαφρύ, εκείνη, ήθελε να έχει κι όλα τα άλλα που φοβόταν μην της χρειαστούν.
Βιβλία, χαρτιά και μολύβια, ένα σεντόνι, μια παλιά καμπαρτίνα για το κρύο, νερό, ένα ψαλίδι, βελόνες και κλωστές, παλιές φωτογραφίες των παιδικών τους χρόνων, αφιερώματα, μια εικόνα τ’ Αι-Γιαννιού, τα πιατελάκια για το γλυκό και το μεγάλο μπουκάλι με το λικέρ της προγιαγιάς της.
Όσο τα μάζευε και τα εναπέθετε στη βαλίτσα με τάξη, νόμιζε ότι όλα της τραγουδούσαν, τίποτα δεν μπορούσε ν’ αφήσει έξω.
Λες να έπαιρνε και τη ρόμπα, κι εκείνο το ωραίο κομπινεζόν;
Αμ, το κομπολόι, πού θα πήγαινε χωρίς το κομπολόι;
Ε, τσατσάρες και τα λοιπά, δεν χρειαζόταν. Είχε κοντά μαλλιά, μην την ζαλίζει ο άνεμος.
Θα πήγαινε αρχικά με το ποδήλατο ως τη μεγάλη μεγάλη κατηφόρα και μετά θα το έκοβε με τα πόδια.
Δεύτερο ζευγάρι παπούτσια δεν πήρε, τι να τα κάνει, μήπως θα ξαναγύριζε; Στο κάτω κάτω της γραφής, και που τα φορούσε, μήπως προστάτεψαν ποτέ τα πόδια της;
Α, μπα… δεν θα έπαιρνε. Εξ άλλου τα παπούτσια, της είχαν κάνει τη μεγάλη ζημιά.
Έβλεπε ότι τα φορούσε και δεν πρόσεχε πού πατάει. Νόμιζε ότι άντεχε, νόμιζε ότι άντεχαν. Τα παπούτσια ήταν η μεγαλύτερη αυταπάτη κι ο μεγαλύτερος κίνδυνος.
Οι άνθρωποι εγκλωβίζονταν στα παπούτσια τους, ήταν γι αυτούς η ασφαλής γνώση του κόσμου. Όχι γιατί τους εξασφάλιζαν σταθερή περπατησιά, αλλά γιατί δεν τους επέτρεπαν να ξεφύγουν από την προδιαγεγραμμένη πορεία: γέννηση-αφομοίωση-θάνατος. Ενώ η ξυπολησιά; Υπέροχη…
Μέρες έμενε έτσι, με τα δάχτυλα του δεξιού της ποδιού ν’ ανταποκρίνονται στα χάδια του γάτου και το χαμόγελο της αίσθησης από υγρό χορτάρι στα χείλη.
Όμως τώρα…
Τώρα έπρεπε να φύγει. Ο γάτος δυσπιστούσε και το χορτάρι ξεραινόταν κρυφά.
Έπρεπε να φύγει.
Το ψάθινο καπέλο το είχε κρεμασμένο στο λαιμό από τον καιρό του τίποτα.
Το φόρεσε χαμηλά, να την κρύβει από τον κόσμο και ξεκίνησε με ορθοπεταλιές.
Η κατηφόρα δεν θα ήταν μακριά έτσι όπως έτρεχε.
Ξεκαβαλίκεψε ακριβώς στην αρχή. Θα άφηνε το ποδήλατο στη ρίζα του βράχου, όλο και κάποιος θα το χρειαζόταν μετά απ’ αυτήν.
Πήρε με τα δυο της χέρια τη βαλίτσα, μια υποψία καρό σε εκρού φόντο, κι άρχισε να βαδίζει γοργά.
-Θα συμφιλιωθώ με τις σκέψεις μου.
-Θα συμφιλιωθώ με τις σκέψεις μου.
-Θα συμφιλιωθώ με τις σκέψεις μου.
-Θα συμφιλιωθώ με τις σκέψεις μου.
-Θα συμφιλιωθώ με τις σκέψεις μου.
-Θα συμφιλιωθώ με τις σκέψεις μου.
-Θα συμφιλιωθώ με τις σκέψεις μου.
-Θα συμφιλιωθώ με τις σκέψεις μου.
-Θα συμφιλιωθώ με τις σκέψεις μου.
Πού να συμφιλιωθεί;
-Θα μαζεύω χορτάρι για τη φάτνη μου.
-Θα στήνω ξόβεργες να ‘ρθουν τα πουλιά.
-Θα εξημερώνω νυχτερίδες.
-Θ’ ανάβω τις νύχτες φωτιές.
-Θα χορεύω με τα μυρμήγκια.
-Θα τραγουδώ στις πρωινές δροσιές.
-Θα χαϊδεύω τα μυστικά των βιβλίων.
-Θα κλέβω από τις μέλισσες και θα δαγκώνομαι με τις σφίγγες.
-Θα λέω αινίγματα στα διαβατάρικα σαλιγκάρια.
Μια βουερή ταραχή έσυρε και την πάγωσε ως τα βάθη του ύπνου της.
Άνοιξε τα μάτια.
Το τηλέφωνο... Την είχε ξυπνήσει πάλι το τηλέφωνο.
Έσυρε το βλέμμα στα αντικείμενα. Στη θέση τους.
Τα ίδια γύρω της και το ίδιο εντός της. Κενό, απίστευτο κενό.
Μουδιασμένη κοίταξε την οθόνη του υπολογιστή.
Λέξεις, μόνο λέξεις…
Ούτε ένας λόγος.
Όλα υποταγμένα στην πολυσχιδή διάχυση του τίποτα.
Γύρισε την καρέκλα της και γονάτισε στο πάτωμα.
Ήθελε να προσευχηθεί στη δικαιοσύνη των αστεριών, και είπε:
-Χριστέ μου;
9/4/2009
Τ.
Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012
Script - "Linear A" II
My verses have been lost
They have nothing to convey
And they are deserting me
But if they could speak
- if they could constantly speak -
They would sadly repeat themselves
I thank them
For they have protected me
- at least -
From this
Decline
They have nothing to convey
And they are deserting me
But if they could speak
- if they could constantly speak -
They would sadly repeat themselves
I thank them
For they have protected me
- at least -
From this
Decline
Μετάφραση από τα Ελληνικά: Penelope
Meleas-Wagner
Ένα ακόμη ποίημα σε μεταφράσεις της Penelope και της Veronika Marsa ΕΔΩ
Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012
Α - ΓΡΑΦΗ ΙΙ
Χάθηκαν οι στίχοι
μου
Δεν έχουν τι να
πουν
Και μ’ εγκαταλείπουν
Μα αν μιλούσαν
-αν διαρκώς
μιλούσαν-
Θα επαναλαμβάνονταν
θλιβερά
Τους ευχαριστώ
Με προστάτεψαν
Από ετούτη
-τουλάχιστον-
Την
έκπτωση
Πέμπτη 9 Αυγούστου 2012
Α ΧΡΟΝΟΣ ΙΙ
Πόσο ασυλλόγιστοι
σταθήκαμε
με το χρόνο
Νομίζαμε ότι είναι
όλος δικός μας.
Ο πίνακας, the Tree of Life, του Gustav Klimt
Τετάρτη 1 Αυγούστου 2012
Α ΧΡΟΝΟΣ
Δραπετεύω στη στιγμή
Σαν να είναι χρόνος
Και μήπως δεν είναι;
-Ο χρόνος δεν περνάει, έλεγα, εμείς περνάμε-
Τι βεβαιότητα λοιπόν κι αυτή με τα ρολόγια
Χειρός
Τοίχου
Κομοδίνου
Εμείς δεν τα φτιάχνουμε;
Κούρδισέ τα, μπορείς, κι άσε να δείχνουν
Το σήμερα
Για πάντα.
Ε.Λ.
Σήμερα Τετάρτη 1η Αυγούστου
Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012
ΔΟΞΑΣΤΙΚΟ ΙΙΙ
Και τι χέρια είχα
να Σου υψώσω
Για ν’ αξίζω ετούτα
τα Δώρα
Τον τελευταίο
καιρό μάλιστα
Ούτε βλέμμα δεν
είχα
Βέβαια Εσύ ήξερες
την υποτέλεια στην
οργή
το στράγγισμα
Κι ήξερες ακόμη
πως
Έτσι θα τελείωνα
τις μέρες μου
Τότε μου
ευαγγελίστηκαν οι Λέξεις
Κι οι μέρες
άρχισαν να μετρούν
Ευλαβικοί
Χαιρετισμοί
Τώρα με
διαβρέχουν
Οι σταγόνες
Της πιο απόλυτης
εξουσίας
Κι αντί να σκορπώ
Συντίθεμαι
Γιατί κι αυτό είναι
αποτύπωμά Σου
Και όπως όλα τα
ίχνη Σου έρχεται
Ειρηνεύοντας εν
πολέμω
Ε.Λ.
20/6/2012
20.00'
Η εικόνα δια χειρός Γιώργου Ζουγανέλη
Τετάρτη 13 Ιουνίου 2012
Αγωνιώδες αποτύπωμα
Επενδύω σαρωτικά
Στη στιγμή
Τρυπώνω σε προσευχές
Που δεν φαντάστηκα
Κατατίθεμαι
Α, τι θεία
γυμνότητα
Να έχεις πει την
αλήθεια
Και να την έχεις πει
όλη
Τίποτε άλλο
Ε.Λ.
13/6/2012
Φωτογραφία: Filipa
Magalhães
Κουβέντα
Μη αναγνωρίζοντας όμως
Τη φωνή και τη γλώσσα
Κρύφτηκε
Τι ανθρώπινη αντίδραση.
Μπροστά στο Θεό και στο Φόβο
Γινόμαστε άνθρωποι.
Α, Ναι! Και στον Έρωτα,
Αλλά αυτό μην το ξαναπείς.
Ε.Λ.
4/6/2012
Τετάρτη 6 Ιουνίου 2012
Το φεγγάρι στο μπαλκόνι
«Τρομάζω»
«Αισθάνομαι»
Δαγκώσω τις λέξεις
Να χουν σημάδια
Ανεξίτηλα
Να μην τις χάσω
Τις φυλακίζω
Σε ένα σπόρο μνήμης
Κι ύστερα
καθώς διαβαίνουν οι ώρες
Σκέφτομαι το φεγγάρι
Για να το δεις
Θέλω ν’ απλώσω το χέρι
Και με το δάχτυλο να σου το δείξω
Κι ύστερα να μετράμε τις λέξεις που
Γεννά στο στερέωμα
Το βλέμμα σου χωράει
χίλιες πανσελήνους
Κι όμως νομίζω
Απόψε κοίταζες το φεγγάρι
Και δεν μίλησες.
Ε.Λ.
5 προς 6 Ιουνίου 2012
Δευτέρα 4 Ιουνίου 2012
Τρία μικρά ποιήματα για φωνή και διάρκεια
ΨΑΛΜΟΣ
Οι νύχτες αριθμούν
Ποτάμια
Παραδομένα
Στη διάρκεια
Αντίθετα οι μέρες υπομένουν
Το κενό
-Πιο διαρκές αυτό-
Βλέπεις όπως και να ‘χει
θα νυχτώσει.
Φωτογραφία Erich Hartmann
ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ
Στον Γ.Ζ.
Πόσο απότομο
Το σιωπητήριο
Ούτε στο στρατό
Να ήμασταν.
Φωτογραφία Marco Bianchetti
Στην Tina Törrönen
Θέλω να ξεφωνίσω
Από Χαρά
Για τα Δώρα Σου
Συνετίζομαι
Στην ανθρωπότητά μου
Και αναφωνώ
Δόξα Σοι
Φωτογραφία Harry Gruyaert
Κυριακή 3 Ιουνίου 2012
Ερώτημα
Το πρωί που θα ξυπνήσεις
-ό,τι ώρα και να’ ναι-
Απάντησε μου
Στο αδύνατο
Στο πιθανό
Στο αναπόφευκτο
Στο αναγκαίο
Σε τι συναντηθήκαμε;
Φωτογραφία: Erich Hartmann
Παρασκευή 1 Ιουνίου 2012
Λογοτεχνικό Σάββατο - "Και στην ησυχία της νύχτας..."
Με πέρασε για άλλη
Η πεταλουδίτσα στην κουρτίνα με έκανε να ξεφύγω για λίγο από
τα όνειρα του δεύτερου ύπνου.
Τι το ήθελα και ξανακοιμήθηκα όμως, τι το ήθελα;
Είδα έναν άντρα στον ύπνο μου. Ελαφρύ σαν πούπουλο και
λιγνό.
Είχε γλιστρήσει σ’ έναν αφύσικα μεγάλο υπόνομο.
Καταματωμένος, αιωρούνταν πάνω από το απύθμενο κενό. Τον
έπιασα με τα χέρια μου και τον τράβηξα έξω, σχεδόν τον σήκωσα στον αέρα.
Είδα την αγαπημένη μου φίλη να τσακίζεται από τα κύματα πάνω
στις πέτρες. Την έσυρα κι αυτήν χωρίς κανένα αίσθημα κόπου.
Ύστερα χάθηκα ή μήπως ήταν πριν αυτό;
Με φιλούσες, λέει, όπως πάντα.
Ξύπνησα άδεια…
Με τη γεύση της νύχτας. Με την αίσθηση του κενού.
Προστατευτικό άδειο. Γνώριμο κενό. Δεν ένιωθα τίποτα. Τα μάτια μου πλημμύριζαν
δάκρυα, μα εγώ εμπόδιζα την ψυχή μου να νιώσει. Με νύχια και με δόντια την
κράταγα στο χείλος ενός ορίζοντα γεγονότων. Ήθελε να βγει έξω, να
συνειδητοποιήσει. Να πενθήσει. Δεν την άφηνα.
Ύστερα το μάτι μου έπεσε στην πεταλουδίτσα. Ακίνητη κάτω
κάτω στην κουρτίνα. Ψυχούλες τις λέγαμε κάποτε. Ψυχές των αγαπημένων νεκρών,
που νοστάλγησαν τις δικές μας και ήρθαν να μας ανταμώσουν.
Ξάφνου η αθάνατη ψυχή μου, καταδικασμένη να ακροβατεί στις
παρυφές της ζωής και του θανάτου, χάθηκε σε μια άκρη στα βάθη του λυτρωτικού
πόνου της μνήμης.
Γιωργία
Αμαλία
Αγαπημένοι μου παππούδες και γιαγιάδες
Γείτονες
Παλιοί σύντροφοι
Σία
Χωρίς σειρά. Χωρίς καμία σημειολογική καταγραφή στο
Προσκλητήριο.
Κουλουριάστηκα σ’ αυτήν την άκρη, ζάρωσα, εκμηδενίστηκα.
Τι ωραία…
Θα έμενα εδώ, έτσι κι αλλιώς, πάντα κρυβόμουν.
Κανείς δεν θα το καταλάβαινε.
Θα έκανα πως η ζωή συνεχίζεται.
Αυτό ήθελα να ξέρουν από μένα.
Όλα τα υπόλοιπα τα είχα κρατήσει για τον έρωτα.
Την αλήθεια
Την παράδοση
Την υποταγή
Το πάντα
Μα κι εκείνος δεν είχε μάτια να με δει
Με πέρασε για άλλη
Ε.
14/4/2009
Παρασκευή 25 Μαΐου 2012
Πλάγιος λόγος
Κύριε
Μιλούσες με σπασμένους καθρέφτες
Παραβολές μιας πραγματικότητας
ήδη θαμπής
Δεν σε καταλάβαινα
Μα γιατί ήθελα
τόσο πολύ να σ’ ακούω;
Μόνο μια φορά είπες το «έρχου»
καθαρότατα
Κι έκανες μετά πως δεν το πες.
Μα έτσι είστε εσείς οι προφήτες
Τη μια «Ζει κύριος» την άλλη «απελθέτω».
Ε.Λ
Ο πίνακας Dream, Dream...(2010), είναι της Marta Shmatava.
Παρασκευή 18 Μαΐου 2012
Στιγμή
Ιωάννα
Κι αν είναι φυλακισμένα
τα όριά μας,
τι μ’ αυτό;
Φτάνει που εμείς
ξυπνάμε - κάθε φορά -
ελεύθεροι
στο περίγραμμα.
Πέμπτη 10 Μαΐου 2012
Σάββατο 14 Απριλίου 2012
Μικρό νυχτερινό για το Σάββατο
Θα λαμπρύνει απόψε
τη Νύχτα
το παμπάλαιο μήνυμα.
Τόσο δικό μας όσο και όλων.
Απωλέσαμε βλέπεις κι εμείς κάποτε
την αλήθεια
τη δυνατότητα
τον άλλο
και κείνα τα βαμβακερά καλτσάκια
τ’ ανοιξιάτικα.
Απωλέσαμε.
Για τούτο
μας χωράει
η Ανάσταση Σου.
Για να ψιθυρίσουμε
το «Αληθώς»
Την αναμένουμε.
Ο πίνακας είναι του Χρήστου Μποκόρου
Παρασκευή 13 Απριλίου 2012
Προσκομιδή
Φυσικά και θα σας φέρω
πορφυρό.
Τόσους άταφους νεκρούς
έχουμε.
Μιαν αλήθεια
Και κάτι ακόμη
που δεν ορίζεται στα φανερά.
Φυσικά θα σας φέρω.
Τι φανταστήκατε;
Έτσι αξόδευτη
θ’ αφήσω τούτη την Άνοιξη;
Παρασκευή 6 Απριλίου 2012
Δυο εκδοχές για ένα ποίημα ή δύο ποιήματα για μία εκδοχή: Ταμείο χρόνου Ι & ΙΙ
Ταμείο χρόνου Ι
Έτσι σιωπηλά έρχονται οι λέξεις
Σκάβουν μέσα μας
Και επουλώνουν τη σιωπή
Είναι σαν τα χέρια
που αγγίζουν τις πληγές μας
και δεν φοβούνται
Έτσι σιωπηλά
Γερνούν και οι μέρες
Δύο, τέσσερεις, δυο μήνες, χρόνος
Ώσπου και η απουσία σου ακόμη
Να είναι ολωσδιόλου απαρατήρητη.
*****
Ταμείο χρόνου ΙΙ
Έτσι αργά έρχονται οι μέρες
Σκύβουν μέσα μας
ακέραιες
και επουλώνουν την απουσία
Είναι σαν τα χέρια
που αγγίζουν τις πληγές μας
και δεν φοβούνται
Μια μια, ανεπαίσθητα
Γερνούν και οι λέξεις
-Δύο, τέσσερεις, δυο μήνες, χρόνος-
Ώσπου και η ίδια η σιωπή
Να είναι ολωσδιόλου απαρατήρητη.
ΥΓ. Και τα δύο ποιήματα είχαν κάτι – άλλο το καθένα – να πουν. Γι
αυτό τα «εκθέτω» έτσι γυμνά, ανολοκλήρωτα… είναι φορές που ο ποιητής δεν θέλει
απλά να δημοσιεύσει ένα ποίημα, αλλά να μοιραστεί την πορεία της σκέψης του,
την αίσθηση και, γιατί όχι, την προσωπική του μάχη με την ερημία και την θλίψη.
Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012
Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012
Κατά ριπάς
Τρίτη 20 Μαρτίου 2012
Παγκόσμια ημέρα ποίησης
Θα φτάνουμε ως εκείνη τη μέρα αργά
Κάθε μέρα και λίγο απ’ το μόχθο
Κάθε μέρα και λίγο απ’ την αγρύπνια
Κάθε μέρα και λίγο
Όχι για να γιορτάσουμε
Όχι.
Πού να ‘βρει τόπο να στηθεί η γιορτή;
Μόνο για να υπογραμμίσουμε
-με τρεις λέξεις-
Το έλλειμμά μας.
20/3/2012
και 19/3/2011
Στην εικόνα: καθιστή μορφή χαραγμένη σε βότσαλο από τη Μαγούλα Μαγνησίας χρονολογείται περί το 6.500 - 4.500 π.Χ. Μουσείο Βόλου.
Σάββατο 10 Μαρτίου 2012
Διαλεκτική
Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2012
"Σελιδοδείκτης - Marcador - Bookmark" Ένα ποίημά μου μεταφρασμένο από τις φίλες μου Veronica Marsa και Penelope Meleas-Wagner
Αλήθεια ξέρεις
πόσες αυταπάτες
χωρούν
κάτω απ’ το
ελαφρύ πουκάμισο
της προδοσίας;
Ε.Λ.
Marcador
¿Realmente sabemos
cuántas ilusiones
caben debajo de la
camisa liviana
de la traición?
Μετάφραση Veronica Marsa
Bookmark
Do you really know
how many illusions
can fit
under
the lightweight shirt
of betrayal?
Οι πίνακες είναι του Χρόνη Μπότσογλου
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)