Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2019

Εσπερινός απαρηγόρητος


Μνήμη Γιώργου Ζουγανέλη   

«Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον.
 Κύριε ὁ Θεός μου, 
ἐμεγαλύνθης σφόδρα,»

Οι φωνές του ψάλτη και του βοηθού του ακούγονταν χαμηλόφωνες στο ημίφως του Ναού, σαν να γνώριζαν από πριν πως δεν πρέπει να ταράξουν τη σκέψη της. Σαν να μην ήθελαν να τους ακούσει και να θυμώσει κι άλλο.

Ναι, της φαινόταν ο θυμός. Την είχε καταφάει.

Ξερακιανή, μαυροντυμένη, με τα μαλλιά της, υπολείμματα παλιού καρέ, να ασπρίζουν λίγο άγρια και απότομα. Αν τα είχε πιο μακριά, θα θύμιζαν μάγισσα. Τα έκοβε μόνη της, δεν ήταν κι ωραίο να κρέμονται «μοιραία» στην ηλικία της. Οι κόρες της επέμεναν να τα βάψει ξανά.

- Δεν μπορούμε να σε βλέπουμε, βρε μάνα, έτσι.
- Πώς «έτσι»;, τους αντιγύριζε, τι ακριβώς πάει να πει «έτσι»;

Είχε ονειρευτεί τη ζωή της «κανονική». Σπουδές, γάμος, παιδιά, δουλειά… και την είχε τακτοποιήσει έτσι όπως την ήθελε.

- Δυο παιδιά θα κάνουμε Σπύρο, του έλεγε, κι αν έρθει και τρίτο, καλοδεχούμενο. Μέχρι εκεί.

Και ήρθε το τρίτο, ο γιος της. Και ήταν «ο γιος της» μέχρι πριν εννέα μήνες.

Ο Σπύρος είχε πεθάνει νωρίς. Σχεδόν μετά τον πατέρα της. Νέος, πάνω που τον χρειαζόταν για να στηρίξουν τα παιδιά τους.
Άπλωσε το χέρι της και ίσιωσε το κερί. Έγερνε, θα έσταζε στο τραπεζομάντιλο να το λεκιάσει.

Οι ψάλτες συνέχιζαν. Είχαν φωνές καθαρές και βαθιές. Ο ένας της φαινόταν λίγο φάλτσος, αλλά διάβαζε όμορφα.

«οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου τοῦ ἱλαρῦναι πρόσωπον ἐν ἐλαίῳ, καὶ ἄρτος καρδίαν ἀνθρώπου στηρίζει.»

Μπουκιά δεν μπορούσε να βάλει στο στόμα της. Εκείνη που παλιότερα, ακόμη και στενοχωρημένη, μην σου πω κυρίως στενοχωρημένη, έτρωγε σαν από ένστικτο αυτοσυντήρησης, να μην αρρωστήσει.

Η νεωκόρος την πλησίασε ήσυχα. Της έδωσε το χαρτί με τα ονόματα. Σαν να της φάνηκε πως την κοίταζε με οίκτο. Δεν είχε βέβαια τέτοια εικόνα, για λύπηση, αλλά πού ξέρεις, μπορεί η νεωκόρος να ήξερε, και γι αυτό.

Αισθάνθηκε ότι βρίσκεται εδώ ματαίως. Προς τι τα μνημόσυνα και οι προσευχές; Σχεδόν δεν της έβγαιναν οι προσευχές.

Οι ψάλτες υμνούσαν την ομορφιά της δημιουργίας. Πόσο πολύ τους είχε αγαπήσει αυτούς τους ψαλμούς… Τι υπέροχα τραγούδια ψυχής… Η λάμψη και η γλωσσική τους αρτιότητα ήταν τέτοια που η παράδοση, Χριστιανική και Εβραϊκή, αδυνατούσε να τα αποδώσει σε απλούς ανθρώπους και τα ονόμασε του Προφητάνακτα Δαυίδ. Όποιος και να τα είχε γράψει όμως, μεγαλείο. Κι αυτός, ο 103ος, αγαπημένος της.

Δεν μπορούσε να τον απολαύσει. Τίποτα δεν μπορούσε να απολαύσει πια. Αισθανόταν σαν μια μαύρη χαραμάδα από την οποία περνούσε και χανόταν ο χρόνος. Δεν ζούσε. Απλώς ήταν εδώ.

Κάποτε νόμιζε ότι είχε εφόδιο την πίστη της. Τότε που όλα πήγαιναν καλά. Σήμερα αμφέβαλε. Δηλαδή δεν ήξερε καν αν αυτό που αισθανόταν ήταν αμφιβολία ή κάτι πιο βαθύ και οριστικό.

Κοίταζε τους ψάλτες. Του ενός το σώμα στιβαρό σαν αθλητή, του άλλου άψητο και νωθρό.
Τι κοιτάζω; αναρωτήθηκε, και έπιασε να ισιώσει πάλι το κερί.

Σχεδόν δεν μπορούσε να καταλάβει τι γινόταν γύρω της. Αδυνατούσε να μετέχει στην ακολουθία. Αισθανόταν σαν οι φωνές, οι οσμές και οι εικόνες του χώρου να αποτελούσαν έναν πίνακα κι εκείνη μέρος του αλλά και εξωτερικός θεατής.
Ήξερε που στεκόταν. Στο γνωστό της κάθισμα της πρώτης σειράς. Σαράντα χρόνια που πήγαινε σ’ αυτόν τον ναό, από τότε που παντρεύτηκε, εκεί καθόταν. Τότε πίστευε βαθιά. Όμως στον πόνο λύγισε.

Αύριο ήταν τα εννιάμηνα του Κώστα. Θα μνημόνευε μαζί και τον Σπύρο και τον πατέρα της. Έπρεπε όμως να τελειώσει ο Εσπερινός για να διαβάσει ο παπάς το κόλλυβο και τα ονόματα. Το θυμιατό κουδούνισε ενοχλητικά.
«αποστρέψαντος δε σου το πρόσωπον ταραχθήσονται αντανελείς το πνεύμα αυτών, και εκλείψουσι και εις τον χουν αυτών επιστρέψουσι»
Ούτε ο ψαλμός, ούτε το γαλήνιο φως του ναού, ούτε το υπέροχο θυμίαμα, ούτε το καθαρό πρόσωπο του ιερέα ήταν ικανά να της δώσουν αυτό που ήθελε.

Τα λόγια το έλεγαν καθαρά: «Όταν όμως αποστρέψης το πρόσωπόν σου, θα καταληφθούν τα πάντα από ταραχήν και τρόμον. Τους αφαιρείς την ζωογόνον πνοήν και σβήνουν από την ζωήν και επιστρέφουν εις το χώμα, από το οποίον επλάσθησαν.»

Αυτός, ο Θεός, του είχε πάρει τη ζωή. Είχε αποστρέψει το πρόσωπό του από το παιδί της. Του αφαίρεσε την πνοή. Και τώρα το παιδί της γίνεται χώμα. Επιστρέφει στο χώμα από το οποίο πλάστηκε.

Κοίταξε μια τον θόλο και μια την Ωραία Πύλη. Σε λίγο θα έβγαινε ο παπάς για την απόλυση. Το σώμα της τραντάχτηκε ολόκληρο. Τι ήρθε να κάνει εκεί; Να προσευχηθεί; Γιατί; Για να συγχωρήσει ο Θεός τις αμαρτίες του παιδιού της; Τι αμαρτίες;

Και τον Θεό που αφήνει να ζουν οι μάνες και να πεθαίνουν τα παιδιά τους, ποιος θα τον συγχωρήσει;



*Από την συλλογή Κείμενα μικρά σχεδόν ανήλικα, Εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2017. 
Πρώτη δημοσίευση diastixo.gr 

Για τον Γιώργο Ζουγανέλη διαβάστε ΕΔΩ