Το πρώτο ποιητικό βιβλίο με μεστό
περιεχόμενο πενήντα και πλέον ποιημάτων, κεκοσμημένο με δέκα σχέδια γυναικείων
μορφών της Ιωάννας Ασσάνη, έρχεται να καταδηλώσει ότι η ποιήτρια Ελένη
Λιντζαροπούλου έχει πάρει πολύ σοβαρά την υπόθεση της ποίησης και αξιοποιεί
κατά τον καλύτερο τρόπο την αναμφισβήτητη ευαισθησία της.
Μέσα στα πολύ προσεγμένα αυτά
ποιήματα ανιχνεύονται οι εν γένει σχέσεις της ποίησης με τα αισθήματα χαράς ή
θλίψης και άλλες θυμικές καταστάσεις που φορτίζουν την ύπαρξη με μια
αυξομειούμενη ροή καθημερινού βιοτικού φορτίου.
Η ιδιόμορφη ανάγκη της ποίησης
έγκειται πάντα στη δυνατότητα αξιοποίησης των ψυχοφθόρων αιτιών μέσω των λέξεων
και των πολύσημων νοημάτων τους, ώστε να προκύπτουν αμβλυντικές εξελάσεις από
πόνο σε παρηγορία. Η υπαρξιακή υπόμνηση γίνεται τότε μια δικαιολογημένη ηθική
διαδικασία, καθώς αναζητά το δέον και το γιατί για να επιτρέψει κάθε
συνειδητοποιημένο βήμα πορείας.
Το γυναικείο βλέμμα ενυπάρχει σε
όλη τη συλλογή καθώς η έμπνευση περιέρχεται μια θεματική με καθαρά θηλυκής
απόκλισης προβληματισμούς, μέσα στους οποίους η γυναίκα ανυψώνεται προοδευτικά
από ερωτικό σύμβολο γονιμότητας μέχρι τραγικό σύμβολο μητέρας και θεάς
προστάτιδας. Οι ποιητικοί μονόλογοι για τη γυναίκα (μέσω εμβληματικών ονομάτων
όπως Φαίδρα, Περσεφόνη, Ελένη, Μαρία, Πηνελόπη, Κλυταιμνήστρα, Μήδεια κλπ), και
πάντα μέσα από τις αντιθέσεις και αντιφάσεις των ιστορικών ή μυθολογικών
προσώπων, αλλά και τους παραλληλισμούς με πρόσωπα και πράγματα του σύγχρονου
βίου, καταδεικνύουν τη διαιώνιση του σωματικού πόνου που επιφέρει η ανθρώπινη
συνύπαρξη και, ακόμα, της κοινής μοίρας που διέπει διαχρονικά όλα τα ανθρώπινα.
Η θρησκευτική θεώρηση των
πραγμάτων επιτρέπει στην ποιήτρια την εισχώρηση στα τοπία του επέκεινα μέσα από
ποιήματα-παραμιλητά υπέρ του θείου και της εν δυνάμει θέωσης των πραγμάτων.
Οι οικείοι εκδημήσαντες
επανέρχονται στο προσκήνιο μέσα από το αντίβαρο της μνήμης, ενώ ο θάνατος
υπεισέρχεται αλλού ρητά και αλλού υπαινικτικά ως ισχυρό θεματικό υπόστρωμα και
κυρίαρχη καθημερινή κόπωση.
Η Ελένη Λιντζαροπούλου προσβλέπει
με στοχαστική επιτυχία στη συλλογικότητα της ύπαρξης, από την οποία προκύπτει
εννοιολογικά και η σύνθεση της συλλογικής μοναξιάς, μια μάστιγα του σύγχρονου
τρόπου ζωής.
Η απουσία, η έλλειψη, ο χρόνος, η
παλαίωση γίνονται τα εγχάρακτα τραύματα που επιζητούν τη θέση τους μέσα στην
ποίηση, ενώ δεν λείπουν και οι δοξαστικοί αίνοι προς τον έρωτα μέσω της
παντοδύναμης σιωπής που παραστέκεται ομόλογα στο κάθε ποίημα ως αναπόσπαστη
έννοια με ποικίλες σημασίες που επιτείνουν τα υπαινισσόμενα.
Η ζηλευτή αρχαιογνωσία επιτρέπει
την άντληση θεματικών και παραβολών από τον αρχαίο κόσμο με τον τρόπο που ο
κόσμος αυτός υπεισέρχεται ως οδηγικό σύμβολο στον σύγχρονο τρόπο ζωής.
Η επιτυχία της Ελένης
Λιντζαροπούλου αποτυπώνεται πάνω στην εκφραστική συμπεριφορά των λέξεών της,
καθώς πολύ εύγλωττα οι λέξεις της δείχνουν την αγωνία τους κατά τη στιγμή που
προσπαθούν να γίνουν γλώσσα, ανάβοντας με αλληλουχία η κάθε μια τους το δικό
της φως για να απαλύνουν έτσι εν συνόλω το σκοτάδι της άγνοιας και της γύρωθεν
αναφυόμενης δυσαρμονίας. Η συνδιαλλαγή της με όλα τα εργαλεία της ποίησης όπως
τους ήχους τις εικόνες, τη μουσική, την κρυμμένη απελπισία, το άγνωστο,
περαιώνεται με επιτυχία καθώς ωθεί την εν κρυπτώ διαδικασία να προσδιορίσει το
απροσδιόριστο.
Θα έλεγα ότι ο «Πίθος των
γυναικών» περιέχει ποιήματα ανθρωπολογικής ηθικής και άμεσος στόχος του βιβλίου
είναι η επίτευξη του αισθητικού μέτρου, γεγονός που η μεθοδευμένη της εργασία
και η ολοφάνερη προσοχή πάνω στο κτίσιμο του κάθε ποιήματος δείχνει άνθρωπο που
έχει μάθει να δουλεύει με σύστημα και υποδειγματική τάξη. Άξιος λοιπόν ο καρπός
των κόπων της.