Σάββατο 1 Ιουνίου 2019

Κυκλοφόρησε το εαρινό τεύχος (191) του περιοδικού «Παρέμβαση».


Ανάμεσα στην εκλεκτή ύλη του καλού μας λογοτεχνικού περιοδικού που εκδίδει στην Κοζάνη ο Βασίλης Καραγιάννης εδώ και 35 χρόνια, περιλαμβάνεται η Ανθολογία 72 ανέκδοτων ποιημάτων 69 ποιητών -προερχόμενων από τέσσερις γενιές και ένα ευρύ φάσμα του ελλαδικού χώρου- με τίτλο: «Ακραγγίζοντες το καθόλου» σε επιμέλεια Κώστα Θ. Ριζάκη και Χριστίνας Καραντώνη.

Οι δύο αγαπημένοι ποιητές με τιμούν συμπεριλαμβάνοντας και τις δικές μου "Ελεγείες". Ευχαριστώ θερμότατα και τον οικοδεσπότη και τους ανθολόγους.


ΕΛΕΓΕΙΕΣ

Υπάρχουν θανατηφόρες ιδέες
Ωστόσο προτιμώ τα ποιήματα

Ξυπνώ στο ματωμένο μου όνειρο
Ας φύγουν οι σκιές από το σπίτι

Θυμό τον θυμό πορεύεται η ζωή
Παγίδα την παγίδα μεγαλώνεις

Μπορείς να αγγίξεις την χαρά
Χωρίς να επιθυμήσεις την ευτυχία;

Τρομάζει τους ανθρώπους η αγάπη
Προτιμούν την υποταγή



Παρέμβαση τεύχος 191 έαρ 2019, σ. 66. 

Τα περιεχόμενα του τεύχους έχουν ως εξής:

Μάνος Στεφανίδης, 3 Ποιήματα
Β.Π.Καραγιάννης, «Ενδόδημα κι αποικιακά»
Π.Β. Πάσχος, «Τα δέντρα της Λαριούς», Ποίημα
Αντ. Παπαβασιλείου, «Μικρά ταξίδια», Πεζά
«Συνέντευξη»: Γιώργος Σκαμπαρδώνης στην Δ.Β. Καραγιάννη
Λένα Οφλίδη – Σίμος Ολφίδης, Διήγηση
Ρούλα Αλαβέρα, Ποιήματα Παρέμβαση α’ και β’
Αντώνης Κάλφας για την ποίηση του Β. Παπά
Μάκης Καραγιάννης, Σπαράγματα
Ηλίας Κεφάλας, «Η Σωσιπάτρα», Διήγημα
35 χρόνια Παρέμβαση σε Αθήνα και Θεσ/νίκη
Αλέξης Ζήρας, «Νοερές προπόσεις για την “Π’’»
Δ. Δασκαλόπουλος για τα 35 χρόνια της “Π”
Μικρά αντιφώνηση του Β.Π.Κ.
Αντ. Κάλφας, Λίγα λόγια για την “Π”
Αλεξάνδρα Μυλωνά, 2 Ποιήματα
Ευανθία Παπαδοπούλου, «Μας έφαγε ο Καββαδίας»
Γ. Γιεφτουσένκο, 3 Ποιημ., μτφρ. Δ. Τριανταφυλλίδης
Angela Olive Stalker Carter, μτφρ. Άννα Κουστινούδη
Γ. Κεντρωτής, 3 Ποιήματα
Χρ. Τζήκας, 5 Ποιήματα της επιστροφής
Ελένη Ελληνίδου, «Σβάρνα», ποίημα
Στέλιος Λιθοξοϊδης, Αποστολή βιογραφικού
Σπ. Κιαρτζής, Οδοιπορικό ποίημα
«Ακραγγίζοντες το καθόλου», Ανθολογία 72 ανέκδοτων ποιημάτων 69 ποιητών σε
επιμέλεια Κ. Θ. Ριζάκη και Χριστίνας Καραντώνη
Φ. Μπαλαμώτη για τον Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο
Ελένης Σκάβδη για τον Δ. Κανελλόπουλο
Φ. Χ. Φύγκερ, «Η μετανοούσα Μ.», μτφρ. Π. Ζώγου
Ντέπη Χατζηκαμπάνη, Ποίημα
Άννα Κρανιώτη, «Τα στερεότυπα του ρατσισμού»
Κωνσταντίνα Δούκα για τον Νίκο Κατσαλίδα
Ελένη Ηλιοπούλου για Τζ. Ξυνογιαννακοπούλου
Βίκυ Μιχαηλίδου για Δ. Τσινικόπουλο
Γ. Δελιόπουλος για την Γεωργία Δεμπερδεμίδου

Οδός βιβλίων Πάροδος περιοδικών

Διαβάστε εδώ περισσότερα για την Παρέμβαση. 



.

Δευτέρα 13 Μαΐου 2019

Λύκειο Γαζίου, ένα Σχολείο με θέα


Την Παρασκευή 10/5 το πρωί - εν μέσω προεκλογικής περιόδου και τρελών υποχρεώσεων - βρέθηκα για ένα διδακτικό επτάωρο στο Λύκειο Γαζίου του Δήμου Μαλεβιζίου στο Ηράκλειο Κρήτης, καλεσμένη του Σχολείου και του φίλου Θεολόγου Παναγιώτη Ασημακόπουλου, με σκοπό να συζητήσω με τους ευάριθμους, σχεδόν 500 ζωή να έχουν, μαθητές του με θέμα: Ασκήσεις ελευθερίας.

Δώσαμε αυτόν τον τίτλο στην συνάντησή μας ώστε να μπορούμε να ανοίξουμε την συζήτηση και να επιτρέψουμε στα παιδιά να την πάνε όπου επιθυμούν με τις ερωτήσεις και τις απόψεις τους.

Η πρόσκληση του Παναγιώτη ήρθε εξαιτίας της ιδιότητάς μου της συντονίστριας του Δικτύου για τον Πολιτισμό και την Εκπαίδευση στις Φυλακές «Γεώργιος Ζουγανέλης» και φυσικά αυτής της Θεολόγου, πάντα στο πλαίσιο του μαθήματος και με αφορμή το ζήτημα της θανατικής ποινής έτσι όπως αυτό διδάσκεται στην Γ’ Λυκείου, ωστόσο ο Παναγιώτης, ως γνωστό πειρακτήρι, δεν παρέλειψε να με συστήσει στα παιδιά και με όλες τις άλλες μου «κακές πλευρές», μηδέ της γυναικός εξαιρουμένης.  

Να πω ότι ο Ασημακόπουλος, του οποίου το θεολογικό προφίλ είναι λίγο δύσκολο να περιγραφεί, κάτοχος Διδακτορικού και δευτέρου πτυχίου ΦΠΨ με κατεύθυνση Ψυχολογία, είναι ένας τύπος που «δεν χωρά πουθενά»… δεν περιγράφεται με ευκολία, κοινώς είναι ένας τύπος «απερίγραπτος».
Κατ’ αρχήν έχει χιούμορ, δεν είναι κατηφής και σοβαροφανής και δεν έχει αυτήν την στάνταρ εικόνα θεολόγου, έτσι όπως έχει συνηθίσει να τον φαντάζεται το πανελλήνιο ή όπως σκοπίμως τον προβάλλουν τα μέσα ενημέρωσης…  δηλαδή δεν φορά γαλάζιο πουκάμισο και γραβάτα, δεν έχει κοντοκουρεμένο σβέρκο, δεν είναι θυμωμένος, δεν μιλά ακατάληπτη καθαρεύουσα κλπ κλπ κλπ

Επίσης ο Παναγιώτης δεν είναι ο «παρακατιανός» της εκπαίδευσης. Έχει κατορθώσει το μάθημα των θρησκευτικών να είναι πρωτεύον στο Σχολείο του κι εκείνος να είναι ένας σταρ…   Αυτά τα διαπίστωσα, δεν τα λέει ο ίδιος και μπορεί να μου θυμώσει που αναφέρομαι σε αυτόν, αλλά δεν πειράζει… θα του περάσει.

Ο προσκεκλημένος επισκέπτης σε ένα Σχολείο καταλαβαίνει την θέση και την «αξία» του οικοδεσπότη του από την συμπεριφορά των μαθητών απέναντι και σε αυτόν και σε εκείνους που τον προσκάλεσαν….

Έτσι εισερχόμενη στο Λύκειο Γαζίου με υποδέχθηκαν «άπειρα» χαμόγελα και καλημέρες οι οποίες αποδέκτη είχαν τον Παναγιώτη αλλά έπαιρνα κι εγώ λίγη από την λάμψη τους.

Μικρή ξενάγηση από την είσοδο ως το Κυλικείο και το Γραφείο του Διευθυντή του εξαίρετου Γιάννη Κωστάκη, μου έδειξαν ότι βρίσκομαι σε ένα Σχολείο σαν όλα τα καλά Σχολεία που γνωρίζω. Φροντισμένο, καθαρό, με τάξη και οργάνωση, παρά το σχεδόν «τεράστιο» μέγεθός του.

Εννέα η ώρα υποδεχόμασταν την πρώτη φουρνιά παιδιών – ανάμεικτων τμημάτων – και από τις τρείς τάξεις του Λυκείου.

Όχι, δεν θα σας αφηγηθώ τι είπαμε….

Αδύνατον να θυμηθώ μια συζήτηση που κράτησε ως το σχόλασμα με τμήματα που διαδέχονταν το ένα το άλλο, με εκπαιδευτικούς που συμμετείχαν με την καρδιά τους και κατέθεταν και οι ίδιοι τις απόψεις τους στα ερωτήματα και τις αγωνίες που δεν έχουν ακόμη οριστικά απαντηθεί.
Θα σας μεταφέρω όσο μπορώ την αίσθηση μου…

Το Λύκειο στο Γάζι κρατάει ακόμη εκείνη την ζεστασιά που ίσως έχουν χάσει αρκετά από τα Σχολεία της Αθήνας…. Κρατάει ένα άρωμα σεβασμού προς τον εκπαιδευτικό και τον καλεσμένο του που είχα καιρό να αισθανθώ. Προσήλωση, ενδιαφέρον, αφομοιωμένη γνώση, αυθορμητισμός, λόγος και αντίλογος, ασταμάτητες απορίες, φρόνημα, ιδέες….

Ο θεολόγος αλλά και οι υπόλοιποι καθηγητές φαίνεται έχουν κάνει «καλά την δουλειά τους»…. Σε μια κοινωνία που ακόμη διατηρεί τα παραδοσιακά και ίσως, κάποιες φορές, τα συντηρητικά της χαρακτηριστικά, το Σχολείο έρχεται να επιδράσει μόνο θετικά προσβλέποντας σε ένα μέλλον που θα είναι ανθρώπινο για όλους, με σεβασμό στον νόμο, οριοθέτηση, κατανόηση και συμπόνια.

Στην προτροπή μου: να μείνουν καθιστοί όσοι δεν έχουν έστω και στο ελάχιστο παρακούσει τον «νόμο», οι μαθητές σηκώθηκαν όλοι όρθιοι απολαμβάνοντας τον άξιο μισθό της ειλικρίνειας, ενώ στα κίτρινα ποστ ιτ που κόλλησαν στον τοίχο περιγράφοντας πώς φαντάζονται τον κρατούμενο απάντησαν: άνθρωπο σαν κι εμάς, μετανοημένο, θύμα της κακιάς στιγμής, μπλεγμένο με λάθος παρέες, παραστρατημένο…

Πραγματικά η εμπειρία μου δεν περιγράφεται. Είναι σπουδαίο να συναντάς τόσο όμορφους νέους ανθρώπους και είναι ελπιδοφόρο να ανταμώνεις με δασκάλους που έχουν κάνει καλά την δουλειά τους.

Η Τάξη είναι Ζωή… καλά τα λέει ο Ασημακόπουλος.

Θερμές ευχαριστίες στον Αντιδήμαρχο Μανώλη Παπαδομανωλάκη και στον Δήμο Γαζίου για την υπέροχη φιλοξενία.

Θερμές επίσης ευχαριστίες στους λίγους αλλά εκλεκτούς γονείς, τους ιερείς και τους φίλους που έκαναν τον κόπο και ήρθαν το απόγευμα να συζητήσουν μαζί μας.

Υπόχρεη στην υπέροχη σύζυγο Ειρήνη, στην κόρη Λυδία που έχασε το μάθημά της για να χαρούμε εμείς την μαμά - φιλόλογο, στους υιούς Δημήτρη και Αλέξανδρο που μου έκαναν ωραία παρέα.

Παρόντες στο μάθημα μας ο Χριστός, ο άγιος Ληστής του Γολγοθά, ο άγιος Ονήσιμος, οι οροθετικοί κρατούμενοι από την ομάδα της Αντιγόνης, οι θύτες που έγιναν μα-θητές, η Μαρίνα που φυλακίστηκε αθώα και σήμερα είναι δικηγόρος, ο Μιχάλης που λάμπει στην τέχνη του χορού, ο Δημήτρης που θα μας κάνει περήφανους όλους με τα μαθηματικά του, ο Μάριο με την εκπληκτική ζωγραφική του, ο πάντα εργατικός Άγγελος, ο Γιάννης με τις αγιογραφίες του, ο Παύλος και ο Ντίνος με τα ποιήματά τους, τα κείμενα των κρατουμένων από την Λάρισα, τα Διαβατά και τον Κορυδαλλό, η δημιουργική γραφή, ο κρατούμενος ιερέας που διδάσκει ελληνικά στους συγκρατούμενους του, ο Ρίντβαν που μας στενοχώρησε, ο Τζεβάτ και οι υπέροχοι πίνακές του, η Άννα, η Κατερίνα, η Ζωή από το Δίκτυο στα Χανιά, η Πύλη Ελευθερίας, η Μαίρη και η εκπαίδευση ενηλίκων, οι δάσκαλοι από τα Ειδικά Καταστήματα Κράτησης Νέων, οι πολυάριθμοι εκπαιδευόμενοι του Δικτύου, οι Θεολόγοι που υπηρέτησαν και υπηρετούν την εκπαίδευση των κρατουμένων, ο Πυρουνάκης, ο Τράντας, ο Ζουγανέλης…

Ευχαριστώ…

Είμαι ευγνώμων που η ζωή, συνεργούντος του Παναγιώτη Ασημακόπουλου, μου δίνει τέτοια δώρα.

ΥΓ1: Δείτε οπωσδήποτε ένα βίντεο δικό του για το θέμα της θανατικής ποινής



ΥΓ2. Στην Κρήτη όλα  τελειώνουν με ρακί, ακόμη και γι αυτούς όπως εμείς που δεν πίνουν. 






Τετάρτη 13 Μαρτίου 2019

ΕΦΗΜΕΡΕΣ ΠΑΡΑΚΛΗΣΕΙΣ

Μνήμη Γιώργου Ζουγανέλη*


Στην Αντιγόνη Ευστρατόγλου
και
στην ομάδα κρατουμένων «της Πέμπτης» 



Χάρισε μου όλα τα κονσέρτα σε παρακαλώ
Με πονάνε οι λέξεις
Φαντάστηκα μια εκρηκτική οπτασία
Δυο σημαδεμένα παιδιά με κουρασμένα κεφάλια και στιγματισμένα πρόσωπα 
Καταμεσήμερα με τραυματίζουν με στίχους
Έχω μπερδέψει την ημέρα του θανάτου σου και νομίζω ότι ήταν μόλις χθες
Ανακαινίζω τα σύννεφα κι ο μόχθος έχει τόση μα τόση χαρά
Μεταλαμβάνω
Σε μια μόνη λέξη ο Κόσμος όλος
Σε μια μόνη λέξη όλος ο Θεός
Ο δικός μας που δεν τελειώνει μα Έρχεται 
Θα συναντηθούμε το ξέρεις, ανταμώσαμε ήδη σε μια βεβαιότητα.




24/1/2019




Από την υπό έκδοση συλλογή: Παραλλαγές στο παράφορο. 


*Ο Γιώργος Ζουγανέλης υπήρξε διευθυντής του ΣΔΕ των Φυλακών Κορυδαλλού, που σήμερα φέρει το όνομά του, ως την ημέρα του θανάτου του στις 30/1/2016. Την ομάδα κρατουμένων «της Πέμπτης» δημιούργησε η Αντιγόνη στο Παράρτημα του Σχολείου που ίδρυσε ο Γιώργος στην πτέρυγα των οροθετικών κρατουμένων του Νοσοκομείου «Άγιος Παύλος». 

Φωτογραφία: Alex Majoli



Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2019

Θοδωρής - από τα κείμενα μικρά σχεδόν ανήλικα


Τον θυμόμουν με ένα καρό μπλε πουκάμισο, σκούρο, που ίσως να είχε και μια ριγούλα κίτρινη. Τον θυμόμουν πράγματι ή η σημερινή συνάντηση γέννησε μνήμες ανύπαρκτες;

Κάθε φορά που πέρναγα από το σπίτι των γονιών του, θυμόμουν, κάπως αόριστα την ύπαρξή του. Τον θυμόμουν αλλά δεν τον ανέφερα ποτέ, απλώς ήξερα ότι υπήρξε στην ζωή μου.
Ήταν ένα αγόρι κάπως χλωμό, σαν άγγελος. Με ελαφρά γένια. Δεν θυμάμαι δηλαδή αν είχε γένια, αλλά έτσι πια τον ζωγράφιζε η ελάχιστη μνήμη μου.

Διαβάζαμε μαζί, ανταλλάσσαμε βιβλία, θυμάμαι μάλιστα ότι μου γνώρισε τον Τσέζαρε Παβέζε κι εγώ του είχα μιλήσει για την Λιλή Ζωγράφου.

Μιλούσαμε κάθε μέρα και δυο και τρεις φορές στο τηλέφωνο. Πού πηγαίναμε για καφέ; Ούτε που θυμάμαι.

Ερχόταν σπίτι μου κι εγώ είχα πάει στο δικό του, είμαι βέβαιη, αλλά τα υπόλοιπα δεν τα θυμόμουν. Μόνο αυτή η βεβαιότητα ότι τον γνώρισα υπήρχε, τίποτε άλλο.

Τα χρόνια πέρασαν, χαθήκαμε. Χωρίς λόγο. Έτσι όπως χάνονται οι νέοι άνθρωποι. Χωρίς να έχει κάνει κάτι κακό ο ένας στον άλλο.

Ο Θοδωρής δεν έγινε ανάμνηση. Ήταν τόσο αχνή και απαλή η παρουσία του που δεν άφησε σχεδόν κανένα σημάδι στην μνήμη. Ήταν ένα καλό, πραγματικά καλό, παιδί . Πώς να σε σημαδέψει ένα καλό παιδί;

Πέρασαν πολλά χρόνια που δεν είχα ακούσει το όνομά του. Δεν ήξερα καθόλου νέα του. Ως χθες που με σύστησαν στην παρέα σε ένα κύριο. Δεν τον αναγνώρισα. Κι όμως είχαμε κάνει παρέα στα νεανικά χρόνια και μ’ αυτόν. Μόλις άκουσα το επώνυμο χαμογέλασα πλατιά. Έχεις έναν αδελφό, είπα, Θοδωρή δεν τον λένε;

Με κοίταξε για λίγο σιωπηλός. Είχα, είπε. Δηλαδή έχω αλλά πέθανε πριν σαράντα μέρες.

Έμεινα άφωνη. Δεν χρειαζόταν να το μάθω αυτό ή χρειαζόταν;

Την νύχτα, γράφοντας ετούτα τα λόγια, τον πένθησα πικρά, μαζί με την περασμένη νιότη μας.
Ο Θοδωρής που δεν είχε γίνει, με την κοινή μας νεανική ζωή, μνήμη, το καλό παιδί που δεν είχε γίνει ανάμνηση, έγινε μια βαθειά ταραχή και μια πίκρα μέσα μου με τον θάνατό του.

Έτσι έπρεπε, για να μην τον ξεχάσω ποτέ ξανά. 




Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2019

Εσπερινός απαρηγόρητος


Μνήμη Γιώργου Ζουγανέλη   

«Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον.
 Κύριε ὁ Θεός μου, 
ἐμεγαλύνθης σφόδρα,»

Οι φωνές του ψάλτη και του βοηθού του ακούγονταν χαμηλόφωνες στο ημίφως του Ναού, σαν να γνώριζαν από πριν πως δεν πρέπει να ταράξουν τη σκέψη της. Σαν να μην ήθελαν να τους ακούσει και να θυμώσει κι άλλο.

Ναι, της φαινόταν ο θυμός. Την είχε καταφάει.

Ξερακιανή, μαυροντυμένη, με τα μαλλιά της, υπολείμματα παλιού καρέ, να ασπρίζουν λίγο άγρια και απότομα. Αν τα είχε πιο μακριά, θα θύμιζαν μάγισσα. Τα έκοβε μόνη της, δεν ήταν κι ωραίο να κρέμονται «μοιραία» στην ηλικία της. Οι κόρες της επέμεναν να τα βάψει ξανά.

- Δεν μπορούμε να σε βλέπουμε, βρε μάνα, έτσι.
- Πώς «έτσι»;, τους αντιγύριζε, τι ακριβώς πάει να πει «έτσι»;

Είχε ονειρευτεί τη ζωή της «κανονική». Σπουδές, γάμος, παιδιά, δουλειά… και την είχε τακτοποιήσει έτσι όπως την ήθελε.

- Δυο παιδιά θα κάνουμε Σπύρο, του έλεγε, κι αν έρθει και τρίτο, καλοδεχούμενο. Μέχρι εκεί.

Και ήρθε το τρίτο, ο γιος της. Και ήταν «ο γιος της» μέχρι πριν εννέα μήνες.

Ο Σπύρος είχε πεθάνει νωρίς. Σχεδόν μετά τον πατέρα της. Νέος, πάνω που τον χρειαζόταν για να στηρίξουν τα παιδιά τους.
Άπλωσε το χέρι της και ίσιωσε το κερί. Έγερνε, θα έσταζε στο τραπεζομάντιλο να το λεκιάσει.

Οι ψάλτες συνέχιζαν. Είχαν φωνές καθαρές και βαθιές. Ο ένας της φαινόταν λίγο φάλτσος, αλλά διάβαζε όμορφα.

«οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου τοῦ ἱλαρῦναι πρόσωπον ἐν ἐλαίῳ, καὶ ἄρτος καρδίαν ἀνθρώπου στηρίζει.»

Μπουκιά δεν μπορούσε να βάλει στο στόμα της. Εκείνη που παλιότερα, ακόμη και στενοχωρημένη, μην σου πω κυρίως στενοχωρημένη, έτρωγε σαν από ένστικτο αυτοσυντήρησης, να μην αρρωστήσει.

Η νεωκόρος την πλησίασε ήσυχα. Της έδωσε το χαρτί με τα ονόματα. Σαν να της φάνηκε πως την κοίταζε με οίκτο. Δεν είχε βέβαια τέτοια εικόνα, για λύπηση, αλλά πού ξέρεις, μπορεί η νεωκόρος να ήξερε, και γι αυτό.

Αισθάνθηκε ότι βρίσκεται εδώ ματαίως. Προς τι τα μνημόσυνα και οι προσευχές; Σχεδόν δεν της έβγαιναν οι προσευχές.

Οι ψάλτες υμνούσαν την ομορφιά της δημιουργίας. Πόσο πολύ τους είχε αγαπήσει αυτούς τους ψαλμούς… Τι υπέροχα τραγούδια ψυχής… Η λάμψη και η γλωσσική τους αρτιότητα ήταν τέτοια που η παράδοση, Χριστιανική και Εβραϊκή, αδυνατούσε να τα αποδώσει σε απλούς ανθρώπους και τα ονόμασε του Προφητάνακτα Δαυίδ. Όποιος και να τα είχε γράψει όμως, μεγαλείο. Κι αυτός, ο 103ος, αγαπημένος της.

Δεν μπορούσε να τον απολαύσει. Τίποτα δεν μπορούσε να απολαύσει πια. Αισθανόταν σαν μια μαύρη χαραμάδα από την οποία περνούσε και χανόταν ο χρόνος. Δεν ζούσε. Απλώς ήταν εδώ.

Κάποτε νόμιζε ότι είχε εφόδιο την πίστη της. Τότε που όλα πήγαιναν καλά. Σήμερα αμφέβαλε. Δηλαδή δεν ήξερε καν αν αυτό που αισθανόταν ήταν αμφιβολία ή κάτι πιο βαθύ και οριστικό.

Κοίταζε τους ψάλτες. Του ενός το σώμα στιβαρό σαν αθλητή, του άλλου άψητο και νωθρό.
Τι κοιτάζω; αναρωτήθηκε, και έπιασε να ισιώσει πάλι το κερί.

Σχεδόν δεν μπορούσε να καταλάβει τι γινόταν γύρω της. Αδυνατούσε να μετέχει στην ακολουθία. Αισθανόταν σαν οι φωνές, οι οσμές και οι εικόνες του χώρου να αποτελούσαν έναν πίνακα κι εκείνη μέρος του αλλά και εξωτερικός θεατής.
Ήξερε που στεκόταν. Στο γνωστό της κάθισμα της πρώτης σειράς. Σαράντα χρόνια που πήγαινε σ’ αυτόν τον ναό, από τότε που παντρεύτηκε, εκεί καθόταν. Τότε πίστευε βαθιά. Όμως στον πόνο λύγισε.

Αύριο ήταν τα εννιάμηνα του Κώστα. Θα μνημόνευε μαζί και τον Σπύρο και τον πατέρα της. Έπρεπε όμως να τελειώσει ο Εσπερινός για να διαβάσει ο παπάς το κόλλυβο και τα ονόματα. Το θυμιατό κουδούνισε ενοχλητικά.
«αποστρέψαντος δε σου το πρόσωπον ταραχθήσονται αντανελείς το πνεύμα αυτών, και εκλείψουσι και εις τον χουν αυτών επιστρέψουσι»
Ούτε ο ψαλμός, ούτε το γαλήνιο φως του ναού, ούτε το υπέροχο θυμίαμα, ούτε το καθαρό πρόσωπο του ιερέα ήταν ικανά να της δώσουν αυτό που ήθελε.

Τα λόγια το έλεγαν καθαρά: «Όταν όμως αποστρέψης το πρόσωπόν σου, θα καταληφθούν τα πάντα από ταραχήν και τρόμον. Τους αφαιρείς την ζωογόνον πνοήν και σβήνουν από την ζωήν και επιστρέφουν εις το χώμα, από το οποίον επλάσθησαν.»

Αυτός, ο Θεός, του είχε πάρει τη ζωή. Είχε αποστρέψει το πρόσωπό του από το παιδί της. Του αφαίρεσε την πνοή. Και τώρα το παιδί της γίνεται χώμα. Επιστρέφει στο χώμα από το οποίο πλάστηκε.

Κοίταξε μια τον θόλο και μια την Ωραία Πύλη. Σε λίγο θα έβγαινε ο παπάς για την απόλυση. Το σώμα της τραντάχτηκε ολόκληρο. Τι ήρθε να κάνει εκεί; Να προσευχηθεί; Γιατί; Για να συγχωρήσει ο Θεός τις αμαρτίες του παιδιού της; Τι αμαρτίες;

Και τον Θεό που αφήνει να ζουν οι μάνες και να πεθαίνουν τα παιδιά τους, ποιος θα τον συγχωρήσει;



*Από την συλλογή Κείμενα μικρά σχεδόν ανήλικα, Εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2017. 
Πρώτη δημοσίευση diastixo.gr 

Για τον Γιώργο Ζουγανέλη διαβάστε ΕΔΩ