Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2019

Θοδωρής - από τα κείμενα μικρά σχεδόν ανήλικα


Τον θυμόμουν με ένα καρό μπλε πουκάμισο, σκούρο, που ίσως να είχε και μια ριγούλα κίτρινη. Τον θυμόμουν πράγματι ή η σημερινή συνάντηση γέννησε μνήμες ανύπαρκτες;

Κάθε φορά που πέρναγα από το σπίτι των γονιών του, θυμόμουν, κάπως αόριστα την ύπαρξή του. Τον θυμόμουν αλλά δεν τον ανέφερα ποτέ, απλώς ήξερα ότι υπήρξε στην ζωή μου.
Ήταν ένα αγόρι κάπως χλωμό, σαν άγγελος. Με ελαφρά γένια. Δεν θυμάμαι δηλαδή αν είχε γένια, αλλά έτσι πια τον ζωγράφιζε η ελάχιστη μνήμη μου.

Διαβάζαμε μαζί, ανταλλάσσαμε βιβλία, θυμάμαι μάλιστα ότι μου γνώρισε τον Τσέζαρε Παβέζε κι εγώ του είχα μιλήσει για την Λιλή Ζωγράφου.

Μιλούσαμε κάθε μέρα και δυο και τρεις φορές στο τηλέφωνο. Πού πηγαίναμε για καφέ; Ούτε που θυμάμαι.

Ερχόταν σπίτι μου κι εγώ είχα πάει στο δικό του, είμαι βέβαιη, αλλά τα υπόλοιπα δεν τα θυμόμουν. Μόνο αυτή η βεβαιότητα ότι τον γνώρισα υπήρχε, τίποτε άλλο.

Τα χρόνια πέρασαν, χαθήκαμε. Χωρίς λόγο. Έτσι όπως χάνονται οι νέοι άνθρωποι. Χωρίς να έχει κάνει κάτι κακό ο ένας στον άλλο.

Ο Θοδωρής δεν έγινε ανάμνηση. Ήταν τόσο αχνή και απαλή η παρουσία του που δεν άφησε σχεδόν κανένα σημάδι στην μνήμη. Ήταν ένα καλό, πραγματικά καλό, παιδί . Πώς να σε σημαδέψει ένα καλό παιδί;

Πέρασαν πολλά χρόνια που δεν είχα ακούσει το όνομά του. Δεν ήξερα καθόλου νέα του. Ως χθες που με σύστησαν στην παρέα σε ένα κύριο. Δεν τον αναγνώρισα. Κι όμως είχαμε κάνει παρέα στα νεανικά χρόνια και μ’ αυτόν. Μόλις άκουσα το επώνυμο χαμογέλασα πλατιά. Έχεις έναν αδελφό, είπα, Θοδωρή δεν τον λένε;

Με κοίταξε για λίγο σιωπηλός. Είχα, είπε. Δηλαδή έχω αλλά πέθανε πριν σαράντα μέρες.

Έμεινα άφωνη. Δεν χρειαζόταν να το μάθω αυτό ή χρειαζόταν;

Την νύχτα, γράφοντας ετούτα τα λόγια, τον πένθησα πικρά, μαζί με την περασμένη νιότη μας.
Ο Θοδωρής που δεν είχε γίνει, με την κοινή μας νεανική ζωή, μνήμη, το καλό παιδί που δεν είχε γίνει ανάμνηση, έγινε μια βαθειά ταραχή και μια πίκρα μέσα μου με τον θάνατό του.

Έτσι έπρεπε, για να μην τον ξεχάσω ποτέ ξανά.