»Να μιλήσουμε για το ποίημα, ένα ποίημα, δύο, πολλά, ίσως... αλλά για την ποίηση;
»Να μιλήσουμε για την ανάγκη μας γι' αυτήν, ναι.
»Μα για την ποίηση συνολικά, πώς;
»Σα να μιλούμε για χώρα αχανή που περάσαμε από τις ακτές της,
σε βάρκα επιβάτες, φοβισμένοι κι αξιοθρήνητοι.
»Σα να μιλάμε για το ποτάμι που ακούσαμε μέσα στο δάσος τον ήχο του.»
Αλήθεια αναρωτιόμαστε γιατί, σε καιρούς και σε χώρα όπου φαίνεται να ανθεί η γραφή και μάλιστα η ποιητική, που γράφονται κι εκδίδονται δεκάδες ποιητικά βιβλία τον χρόνο, η ποίηση αποτελεί αλατόμητον όρος για τον μέσο αναγνώστη; Γιατί αποτελεί φόβο ή και απέχθεια των μαθητών; Γιατί, στην πραγματικότητα, η ποίηση δεν αγοράζεται;
Το Διαδίκτυο είναι γεμάτο με στίχους καμωμένους, κάποιες φορές αντιαισθητικά μάλιστα, πάνω σε φωτογραφίες ειδυλλιακών τοπίων ή και ποιητών. Όσοι θέλουν να περάσουν για καλλιεργημένοι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, «ποστάρουν» κι από μία τέτοια εικονίτσα καθημερνώς, όμως η ποίηση δεν αγοράζεται, άρα και δεν διαβάζεται. Κι αν διαβάζεται, όσο διαβάζεται, αυτό γίνεται, κυρίως, από αποσπασματικά δημοσιεύματα. Οι ποιητές, και οι καλύτεροι εξ αυτών, δεν μιλούν για τις πωλήσεις των βιβλίων τους αλλά για τις κριτικές προς το έργο τους... άρα η ποίηση δεν αγοράζεται. Γιατί;
Μάλιστα, σε καιρούς απόγνωσης και αποθάρρυνσης της κοινωνίας, καιρούς όπου η ποίηση θα αποτελούσε ακόμη και θούριο αλλαγής ή αποκάλυψης και, ακόμη σπουδαιότερο, παρηγοριά, η ποίηση μοιάζει κάτι περιττό και άχρηστο, σχεδόν αζήτητο. Γιατί;
Στα μαθητικά μας χρόνια, τότε που ανακάλυψα κι εγώ τους ποιητές μαζί με τη γενιά μου, συναγωνιζόμασταν για το ποιος θα είχε διαβάσει πιο πολύ, ποιος θα είχε περισσότερα βιβλία... κι η ποίηση κατείχε μέγα ρόλο σ' αυτή μας τη δίψα και τον συναγωνισμό. Τώρα γιατί όχι; Τώρα που οι γενιές πηγαίνουν στο σχολείο... παίρνουν πτυχία και διπλώματα, μορφώνονται βρε αδερφέ... γιατί δεν αναζητούν την ποίηση;
Δεν έχω απαντήσεις στα γιατί μου, μόνον υποθέσεις. Πριν από μερικά χρόνια, μιλούσα για εποχές αφθονίας που ροκάνιζαν την ανάγκη μας για ποίηση... πάντα όμως είχα μιαν υπόνοια ότι αυτές οι εποχές αφθονίας, πριν διαφθείρουν τους αναγνώστες, είχαν πρώτα διακορεύσει τους ποιητές.
Θα μου πείτε, υπάρχει το Διαδίκτυο. Σωστά. Είναι μια ελπίδα κι αυτό. Μια απεριόριστη ελπίδα ελευθερίας και διάδοσης ιδεών, δημιουργίας και γνώσεων, αλλά και μια παγίδα αφθονίας. Κι εκεί, στην αφθονία του Διαδικτύου, φαίνεται αυξημένη η πενία μας. Πενία αναγνωστική, αλλά και πενία εμφανιζόμενη με τη γνωστή επίφαση γνώσης. Κάτι σαν like στο facebook... ή ακόμη χειρότερα κάτι σαν σχόλιο άσχετο κάτω από στίχους ίσως σπουδαίους. Κι ακόμη πιο δυσοίωνα, μέσα σ' αυτή την αφθονία γραφής, εμφανίζονται και αυξάνονται οι «θεματοφύλακες του ακατανόητου», οι «ειδικοί». Κάτι σαν φυλή που δρα ως να της ανήκει η ποίηση και εκφράζεται, κρίνει, συζητά με όρους «απαγορευμένους» στο πλατύ κοινό. Απωθητικούς. Διατυπώνει σκέψεις χωρίς νόημα, περισπούδαστες κι αφηρημένες. Σαν να πασχίζει να δείξει ότι η ποίηση είναι κάτι ανώτερο από τα μέτρα του αναγνώστη και ανήκει μόνο στους ποιητές και τους κριτικούς. Μια φυλή που φιλολογίζει και αναλύει, σχεδόν σαν να απαντά στο ερώτημα του συρμού: «Τι θέλει να πει ο ποιητής;» Το χειρότερο που κάνει όμως αυτή η φυλή είναι που ασκεί το χούι της απαξίωσης... «όσο πιο απόμακρος μοιάζω, τόσο πιο σπουδαίο με νομίζουν». Παρ' όλα αυτά, «εγώ ο απόμακρος και σπουδαίος» συναγελάζομαι σε πλατφόρμες δικτύωσης, παρεΐστικα «δίκτυα» και «στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες»... Γιατί;
Ελένη Λιντζαροπούλου
αναδημοσίευση από το diastixo.gr