Σάββατο 18 Ιουνίου 2011

Τα προικιά της


Άπλωνε, καιρό τώρα, τα προικιά της στο ήλιο. Δεν είχε τίποτε άλλο να τα κάνει. Μόνη ήταν. Δούλεψε χρόνια για να τα φτιάξει, γέμισε σεντούκια με λεβάντες για να τα φυλάξει, τα φρόντισε, μα έτσι μόνη που ήταν και τα χρόνια περνούσαν χωρίς να τα χαίρεται κανείς, είπε να τα απλώνει να τα βλέπει η ίδια.

Σεντονάκια απαλά, ανοιξιάτικα, κουβέρτες χνουδάτες, παπλώματα ζεστά κατακόκκινα, στρωσίδια και στολίδια. 
Αλλού είχε κεντημένες σταγόνες βροχής και πουλιά που κελαηδούσαν, αλλού είχε πλέξει γύρω γύρω δαντελένιες καλημέρες, αλλού κάτι ροζ γατίσιες μυτούλες κι ένα κοριτσάκι που έπαιζε με ξέπλεκα μαλλιά. Στο πιο μεγάλο σεντόνι της, το πιο όμορφο, είχε κεντήσει πάνω αρμαθιές παραμύθια και χρώματα.
Ροδαλό για την Αγάπη, γαλάζιο για την Ελπίδα, κίτρινο για την Ελένη, πράσινο για την Αφροδίτη. Από τις μικρές αόρατες τρυπούλες που άφηναν οι βελονιές πίσω τους είχε περάσει καμπανούλες με γράμματα, ρο και ωμέγα και όμικρον και άλφα να ταιριάζουν όλα στην ομορφιά των λέξεων που είχε μέσα της.

Ο ήλιος τα χάιδευε, η βροχή - που και που σαν ξεχνιόταν να τα μαζέψει - τα ξέπλενε, ο αέρας τα στέγνωνε κι αυτά εκεί δεν έχαναν την λάμψη τους. Ακόμη και στη συννεφιά εκείνα φάνταζαν πιο μυστικά, πιο όμορφα.
Μια μέρα πέρασε από την αυλή της ένας ξένος. Όμορφος, ψηλός, με απρόσιτες γωνίες στο πρόσωπο και τρυφερά μάτια.
-Να ξαποστάσω, είπε, είμαι κουρασμένος.

Εκείνη από τα χείλη του κατάλαβε τα λόγια του. Τρόμαξε λίγο από τις απρόσιτες γωνίες του προσώπου του και σκέφτηκε να τον διώξει, μα τα τρυφερά μάτια του κι η κούρασή του η τόση την έκαναν να τον εμπιστευτεί. Μόνο ένας καλός άνθρωπος μπορεί να έχει κουραστεί τόσο πολύ και να έχει ακόμη τρυφερά μάτια, σκέφτηκε. Του έστρωσε να φάει, του πρόσφερε νερό να πλυθεί και μια γωνιά ν’ αναπαυθεί όσο ήθελε.

Τι κρίμα, σκέφτηκε εκείνος, αμίλητη, μα είναι τόσο όμορφη, και ζεστή και φιλόξενη. Πού να βρεις άλλη τέτοια; Να μπορούσα να την πάρω. Μα έχω γυναίκα αλλού και δυο κόρες της παντρειάς… Να μπορούσα, σκέφτηκε, καθώς άπλωνε το χέρι να της αγγίξει το πρόσωπο.
Εκείνη, είχε τόσο μεγάλη λαχτάρα να την αγγίξουν που ούτε σκέφτηκε τίποτα. Του άπλωσε τα καλύτερα σεντόνια της με τα ροδαλά πρόσωπα των παραμυθιών να τον συντροφεύουν, του έκανε ίσκιο να δροσίζεται και γωνιά ν’ απαγκιάζει.

Έγερνε τα ματόκλαδά της και τον κρυφοκοιτούσε να χαίρεται και τον καμάρωνε.
Τον έλουζε με διάφανες σταγόνες βροχής, τον χτένιζε με τις άκρες της φτέρης, τον κοίταζε στα μάτια και χόρταινε μόνο που μπορούσε να τον βλέπει.
Και ο καιρός περνούσε. Όπως περνάει πάντα ο καιρός στα παραμύθια.
Και ο καιρός περνούσε και δεν ξέρω να σας πω τι γίνηκαν εκείνη και ο ξένος.
Ούτε τα προικιά της βλέπω πια απλωμένα στο φως.   


Ε.Λ.

από την συλλογή "κείμενα μικρά σχεδόν ανήλικα"