Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011

Μεταγγιζόμενη μελαγχολία – Γιάννης Βαρβέρης



Ξημερώματα
με βασανίζει, μεταγγιζόμενη,
η μελαγχολία.
Θλίψη αν το θες.

Να λοιπόν που οι ποιητές
-αν δεν έχουν Νόμπελ
ή ένα Λένιν βρε αδελφέ
ή άλλα εύσημα φίλων-
ξεχνιούνται.

Θυμάμαι τότε
όλους τους άκλαυτους 
κείνους που έπεσαν πάνω στις λέξεις
με ορμή
και στράγγιξαν σ’ αυτές
ως που να σπάσουν.

Ε.Λ.


Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΑΥΤΟΣΥΣΤΗΝΕΤΑΙ – ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ

Το ποιητικό μου έργο διακρίνεται από ασυνέχειες καθώς τα βιώματα αλλάζουν και οι διαθέσεις μεταμορφώνονται, μια μονόχορδη φωνή είναι πληκτική…

Όταν περνά η σεισμική ώρα της ιδέας και δεν έχω ολοκληρώσει το ποίημα, μου δίνεται η εντύπωση ότι όλα έχουν τελειώσει, πετάω τα χειρόγραφα, τα παρατάω βιαστικά και επιπόλαια…

Οι συνθήκες γραφής που τηρώ είναι οι εξής: ξεκούραστος, ξυρισμένος και μόνος στο δωμάτιό μου. Γράφω με το χέρι, δεν έχω υπολογιστή, πράγμα που σημαίνει γήρας κι ελευθερία μαζί…

Πολλές φορές οι ήρωες που παρεμβαίνουν στη ζωή μου είναι όσοι έχουν αποδημήσει, αυτοί θέλουν τη στήριξή μας, στις γιορτές θα πρέπει να συνεορτάζουμε και τους συνωνόματους πεθαμένους…

Αρκετά ποιήματά μου μοιάζουν με θεατρικούς μονολόγους μόνο που τους λείπει η απάντηση, αν είχα την απάντηση θα έγραφα θέατρο…

Τη χαρά τη ζω, γράφω τις θλίψεις μου…
Το γράψιμο είναι βάσανο χάριτι θεία…


(το απόσπασμα είναι από εδώ: http://teflon.wordpress.com)



ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Η πόλη με οβελίες αλλού γιορτάζει.
Σταθμός Πελοποννήσου
κι απομεσήμερο του Πάσχα σε παγκάκι
μόνον εσύ κι εγώ καθόμαστε, μητέρα.
Είμαστε γέροι πια κι οι δυό
κι εγώ αφού γράφω ποιήματα
πιο γέρος.
Αλλά που πήγανε τόσοι δικοί μας;
Μέσα σε μια βδομάδα
δεν απόμεινε κανείς.
Ήταν Μεγάλη βέβαια
γεμάτη πάθη, προδοσίες, σταυρώσεις-
θέλουν πολύ για να υποκύψουν
οι κοινοί θνητοί;
Έτσι ακριβώς, από τα Βάγια μέχρι σήμερα
θα ‘πρεπε κάπως να ‘χαμε κι εμείς χωρέσει.

Όμως το Πάσχα τέλειωσε, μητέρα.
Κι εμείς τι θ’ απογίνουμε
σ’ ένα παγκάκι
αθάνατοι
καθώς νυχτώνει;


ΕΝΑ ΚΕΡΙ

Αυτό το κερί που άναψα
περαστικός από τον οίκο Σου
δεν είναι η προσευχή μου
για να Σε φτάσει εκεί ψηλά
δεν είναι οι παρακλήσεις μου
ούτε βεβαίως καμιά ελπίδα
που εναπέθεσα σε Σένα.
Η καθαρότητα της ύλης του
δε συμβολίζει το ακηλίδωτο
της πρόθεσής μου
και η μαλακή υφή του
καθόλου δεν υπόσχεται
την εύπλαστη μεταστροφή μου
στη μετάνοια
όπως οι αλληγορίες εγγράματων πιστών Σου
ξέρουν να τυλίγουν.
Μπορεί να μοιάζει μ’ όλα τ’ άλλα
όμως αυτό
ανάφτηκε για να Σου πει
πως ευτυχώς
στέκομαι εδώ αβοήθητος
και πως ακόμα
όσο μπορώ θα λάμπω.



Η ΖΩΗ

Κάτω απ' το χώμα εδώ η ζωή
μακραίνει
κι όλο χτενίζουμε
του διπλανού μας τα μαλλιά
κι ο ένας του άλλου
κόβουμε τα νύχια.

Και κάθε νύχτα οι πιο παλιοί
νιώθουν του φρέσκου διπλανού ν' ανασηκώνονται
τα δάχτυλα βαριά
να ψηλαφούνε για ένα χάδι τρυφερό
τη σάρκα που έμεινε.

Γιάννης Βαρβέρης