Στην ζωγράφο Ιωάννα
Ασσάνη
«Τη Αγία και Μεγάλη
Τετάρτη,
της αλειψάσης τον
Κύριον μύρω Πόρνης γυναικός…»
Τον
πήρε ξανά το μάτι μου την ώρα που τελείωνε τη δουλειά.
Σκονισμένος,
πλενόταν
μέσα σ’ εκείνο τον απίστευτο ήλιο,
έπαιρνε
νερό από το βαρέλι και τραγουδούσε.
Το
σώμα Του δυνατό και σκούρο.
Το
ιδρωμένο φανελάκι και το στενό ξεθωριασμένο παντελόνι, φάνταζαν πάνω Του σαν
γαλανόλευκο λάβαρο.
Έμεινα
να κοιτάζω τα χέρια Του που πάλευαν να διώξουν τα πριονίδια και τη σκόνη.
Δεν
με είδε.
Δεν
έβλεπε σχεδόν ποτέ κανέναν.
Χαμογελούσε.
Έγερνε
πάντα γλυκά το κεφάλι δεξιά στο πλάι κι όταν σήκωνε τα μάτια νόμιζες ότι το
βλέμμα Του σε αγνοεί, σε διαπερνά ή σε περιέχει.
Σα
να μην κοίταζε τίποτα και να τα έβλεπε όλα.
Κρεμόμουν
απ’ τη θωριά Του, κρεμόμουν απ’ τη ματιά Του, κρεμόμουν απ’ τις παλάμες Του.
Κάθε
φορά που τον έβλεπα, νόμιζα πως ήρθε για να σώσει τον Κόσμο.
Κάθε
φορά που τον έβλεπα, νόμιζα πως με περιβάλλει μια σκιά χαράς.
Γιατί;
Ούτε
και ήξερα το γιατί…
Ήθελα
να του μιλήσω μα ήθελα να με καλέσει Αυτός.
Ήταν
πρωτόγνωρο.
Εγώ
είχα τόσους και τόσους άντρες…
Κι
όμως αυτόν τον ήθελα αλλιώς.
Ήθελα
να είμαι δική Του κι ας μη με άγγιζε.
Ήθελα
να είμαι μάνα Του κι ας μην τον γέννησα.
Ήθελα
να γεννηθώ ξανά απ’ αυτόν κι ας μην είχαμε αλλάξει ούτε ένα βλέμμα.
Ήθελα
να του φωνάξω «Συγνώμη» κι ας μην ήξερα γιατί μετάνιωνα.
Μυστήριο…
Μυστήριο
ξένο και παράδοξο.
Μάζεψε
τα εργαλεία στην πάνινη τσάντα και τράβηξε για το σπίτι Του.
Έμενε
ακόμη με τους γονείς Του.
Για
γυναίκες, ούτε λόγος.
Βοηθούσε
τον πατέρα Του στη δουλειά.
Μαραγκός.
Ίσως
αυτό να τον έκανε αλλιώτικο στα μάτια μου.
Έχτιζε.
Έχτιζε. Όλο έχτιζε.
Εγώ
είχα μάθει μόνο να γκρεμίζω.
Όλα
όσα κέρδιζε η νύχτα στα ιδρωμένα μου σεντόνια, η μέρα τα σκορπούσε σε γιατρικά,
μπογιές κι αρώματα.
Ποιος
είπε πως η τέχνη μας φέρνει εύκολο χρήμα;
Άλλος
με το κορμί του άρρωστο, άλλος με την ψυχή, όλοι σ’ εμάς έρχονται ν’ αδειάσουν
τον πόθο τους.
Αρρωσταίναμε
κι εμείς απ’ αυτό.
…
Άλλες
φορές, ήθελα να Τον προκαλέσω.
Να
βρεθώ τυχαία στο δρόμο Του, δεν άλλαζε δα και ποτέ πορεία…
Να
‘χω τα μαλλιά ξέπλεκα, το κορμί να γυαλίζει από τα λάδια και τις μυρωδιές, τα
μάτια μου όμορφα τονισμένα με κάρβουνο, τα χείλια μισάνοιχτα σ’ ένα «Ναι!»…
Ήθελα…
Μα
κάθε που Τον έβλεπα άλλαζα.
Κάτι
φτερούγιζε στην καρδιά μου. Σαν ελπίδα, σαν… κι εγώ δεν ήξερα τι.
Ήθελα
να Του μιλήσω.
Δεν
είχε πολλά λόγια με κανέναν, αν και μιλούσε σε όλους.
Του
ταίριαζε η σιγή, σαν να Τον είχε γεννήσει.
Κι
οι μέρες εναλλάσσονταν με μέρες. Γιατί τις νύχτες μου δεν υπήρχε ζωή.
Ένα
σούρουπο, έριξε επάνω μου τη ματιά Του.
Δροσερή
φλόγα.
Με
ξύπνησε σαν απρόσμενο φίλημα.
Άρχισα
να τον σκέφτομαι συνέχεια.
Είχα
μια αίσθηση συνεχούς παρουσίας Του, μια αίσθηση πληρότητας.
Σα
να είχα γυρίσει την πλάτη στον περιορισμένο μου κόσμο και τότε να έβλεπα την
απέραντη Αλήθεια.
Αναρωτιόμουν
ποια είμαι.
Δεν
ένοιωθα ότι είχα κάνει λάθη που δεν έπρεπε να ξανακάνω. Όχι!
Ένοιωθα
απλά ότι ήμουν άλλη. Μια βαθειά και ταυτόχρονα ακαριαία αλλαγή.
Ύστερα
ήρθαν οι μέρες που πολύ ακουγόταν τ’ όνομά Του.
Σα
φόβος, σαν απειλή, σαν ελπίδα.
Δεν
ήξερες τι να πιστέψεις.
Έτρεχαν
ξωπίσω Του μιλιούνια. Πλήθος λαού. Μετάνιωνα που δεν Του είχα μιλήσει νωρίτερα.
Τώρα ήταν αδύνατο να Τον βρω μόνο.
Αγόρασα
με όσα χρήματα μου είχαν απομείνει έλαια και μύρο
Και
Τον ακολούθησα.
2-6-2008
Θεατρικοί Μονόλογοι, σχεδίασμα λάθους 7
Πρώτη δημοσίευση 8/2/2009, στο ιστολόγιο Ελένη ωσεί νέκταρ που δεν υπάρχει πια...
Το ποίημα δημοσιεύθηκε τελικά στην ποιητική συλλογή Ο Πίθος των γυναικών, οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 2013 και είναι αφιερωμένο στην εικαστικό Ιωάννα Ασσάνη.
Πρώτη δημοσίευση 8/2/2009, στο ιστολόγιο Ελένη ωσεί νέκταρ που δεν υπάρχει πια...
Το ποίημα δημοσιεύθηκε τελικά στην ποιητική συλλογή Ο Πίθος των γυναικών, οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 2013 και είναι αφιερωμένο στην εικαστικό Ιωάννα Ασσάνη.