Η Άνοιξη
Εύκολα πνίγεται στις νύχτες
Αργοπεθαίνει στα τι; και τα πως;
Διαθλάται σε εκατομμύρια αναπάντητες ερωτήσεις
Αποσυντίθεται στην ευκολία και την ιστορία
Το ευπαθέστερο από τα αντικείμενα που κουβαλούσε, ήταν η γυάλινη της άνοιξη.
Ένα μικρό κουτί από φυσητό γυαλί μ’ έναν ελάχιστο μηχανισμό μέσα του που έπαιζε μουσική.
Τις νύχτες, το άνοιγε μπρος της κι άκουγε… κι άκουγε… ώρες.
Το ‘χε αποθέσει προσεχτικά-σε άσπρα μαλακά χαρτιά μέσα διπλωμένο-στη βαλίτσα της, ξέροντας πως, εκεί που θα πήγαινε και στο δρόμο που θα περπατούσε, ήταν όλο κατρακύλες και γρεμνά. Όμως αντί να πάρει μαζί της τα πιο απαραίτητα σ’ ένα σακούλι ελαφρύ, εκείνη, ήθελε να έχει κι όλα τα άλλα που φοβόταν μην της χρειαστούν.
Βιβλία, χαρτιά και μολύβια, ένα σεντόνι, μια παλιά καμπαρτίνα για το κρύο, νερό, ένα ψαλίδι, βελόνες και κλωστές, παλιές φωτογραφίες των παιδικών τους χρόνων, αφιερώματα, μια εικόνα τ’ Αι-Γιαννιού, τα πιατελάκια για το γλυκό και το μεγάλο μπουκάλι με το λικέρ της προγιαγιάς της.
Όσο τα μάζευε και τα εναπέθετε στη βαλίτσα με τάξη, νόμιζε ότι όλα της τραγουδούσαν, τίποτα δεν μπορούσε ν’ αφήσει έξω.
Λες να έπαιρνε και τη ρόμπα, κι εκείνο το ωραίο κομπινεζόν;
Αμ, το κομπολόι, πού θα πήγαινε χωρίς το κομπολόι;
Ε, τσατσάρες και τα λοιπά, δεν χρειαζόταν. Είχε κοντά μαλλιά, μην την ζαλίζει ο άνεμος.
Θα πήγαινε αρχικά με το ποδήλατο ως τη μεγάλη μεγάλη κατηφόρα και μετά θα το έκοβε με τα πόδια.
Δεύτερο ζευγάρι παπούτσια δεν πήρε, τι να τα κάνει, μήπως θα ξαναγύριζε; Στο κάτω κάτω της γραφής, και που τα φορούσε, μήπως προστάτεψαν ποτέ τα πόδια της;
Α, μπα… δεν θα έπαιρνε. Εξ άλλου τα παπούτσια, της είχαν κάνει τη μεγάλη ζημιά.
Έβλεπε ότι τα φορούσε και δεν πρόσεχε πού πατάει. Νόμιζε ότι άντεχε, νόμιζε ότι άντεχαν. Τα παπούτσια ήταν η μεγαλύτερη αυταπάτη κι ο μεγαλύτερος κίνδυνος.
Οι άνθρωποι εγκλωβίζονταν στα παπούτσια τους, ήταν γι αυτούς η ασφαλής γνώση του κόσμου. Όχι γιατί τους εξασφάλιζαν σταθερή περπατησιά, αλλά γιατί δεν τους επέτρεπαν να ξεφύγουν από την προδιαγεγραμμένη πορεία: γέννηση-αφομοίωση-θάνατος. Ενώ η ξυπολησιά; Υπέροχη…
Μέρες έμενε έτσι, με τα δάχτυλα του δεξιού της ποδιού ν’ ανταποκρίνονται στα χάδια του γάτου και το χαμόγελο της αίσθησης από υγρό χορτάρι στα χείλη.
Όμως τώρα…
Τώρα έπρεπε να φύγει. Ο γάτος δυσπιστούσε και το χορτάρι ξεραινόταν κρυφά.
Έπρεπε να φύγει.
Το ψάθινο καπέλο το είχε κρεμασμένο στο λαιμό από τον καιρό του τίποτα.
Το φόρεσε χαμηλά, να την κρύβει από τον κόσμο και ξεκίνησε με ορθοπεταλιές.
Η κατηφόρα δεν θα ήταν μακριά έτσι όπως έτρεχε.
Ξεκαβαλίκεψε ακριβώς στην αρχή. Θα άφηνε το ποδήλατο στη ρίζα του βράχου, όλο και κάποιος θα το χρειαζόταν μετά απ’ αυτήν.
Πήρε με τα δυο της χέρια τη βαλίτσα, μια υποψία καρό σε εκρού φόντο, κι άρχισε να βαδίζει γοργά.
-Θα συμφιλιωθώ με τις σκέψεις μου.
-Θα συμφιλιωθώ με τις σκέψεις μου.
-Θα συμφιλιωθώ με τις σκέψεις μου.
-Θα συμφιλιωθώ με τις σκέψεις μου.
-Θα συμφιλιωθώ με τις σκέψεις μου.
-Θα συμφιλιωθώ με τις σκέψεις μου.
-Θα συμφιλιωθώ με τις σκέψεις μου.
-Θα συμφιλιωθώ με τις σκέψεις μου.
-Θα συμφιλιωθώ με τις σκέψεις μου.
Πού να συμφιλιωθεί;
-Θα μαζεύω χορτάρι για τη φάτνη μου.
-Θα στήνω ξόβεργες να ‘ρθουν τα πουλιά.
-Θα εξημερώνω νυχτερίδες.
-Θ’ ανάβω τις νύχτες φωτιές.
-Θα χορεύω με τα μυρμήγκια.
-Θα τραγουδώ στις πρωινές δροσιές.
-Θα χαϊδεύω τα μυστικά των βιβλίων.
-Θα κλέβω από τις μέλισσες και θα δαγκώνομαι με τις σφίγγες.
-Θα λέω αινίγματα στα διαβατάρικα σαλιγκάρια.
Μια βουερή ταραχή έσυρε και την πάγωσε ως τα βάθη του ύπνου της.
Άνοιξε τα μάτια.
Το τηλέφωνο... Την είχε ξυπνήσει πάλι το τηλέφωνο.
Έσυρε το βλέμμα στα αντικείμενα. Στη θέση τους.
Τα ίδια γύρω της και το ίδιο εντός της. Κενό, απίστευτο κενό.
Μουδιασμένη κοίταξε την οθόνη του υπολογιστή.
Λέξεις, μόνο λέξεις…
Ούτε ένας λόγος.
Όλα υποταγμένα στην πολυσχιδή διάχυση του τίποτα.
Γύρισε την καρέκλα της και γονάτισε στο πάτωμα.
Ήθελε να προσευχηθεί στη δικαιοσύνη των αστεριών, και είπε:
-Χριστέ μου;
9/4/2009
Τ.